Ελπίδα την έλεγαν, πριν καν γεννηθεί. Μεγάλο βάρος να είσαι Ελπίδα, να ζεις για τους άλλους, να τους ανακουφίζεις, να τους δίνεις λόγο να υπάρχουν και να κοιτούν το αύριο.
Κρυμμένη κάτω από το κρεβάτι άκουγε τις φωνές. Κι ενώ έτρεμε από το φόβο της, δεν κάλυπτε τα αυτιά της όπως θα έκανε άλλο παιδάκι της ηλικίας της. Όχι, έτρεμε αλλά δε δείλιαζε, εξαρτιόνταν από αυτήν άλλοι και δεν μπορούσε να αφήσει τον φόβο να την παγωσει στη θεση της. Άκουγε τα μικρά πιο πέρα, στο δίπλα δωμάτιο. Το ένα έκλαιγε, το άλλο προσπαθούσε να το κάνει να σωπάσει. Το μωρό δεν ξύπνησε- ευτυχώς. Ίσως να μην άκουγε τις φωνές που έρχονται από το υπόγειο.
Δε σκεπτόταν παρά μόνο τα τρία μικρότερα αδέλφια της, που δίπλα της έτρεμαν. Η Αγάπη και η Πίστη, μαζί με το μικρό που ακόμα δεν είχε βαφτιστεί. Ως μεγαλύτερη, έπρεπε να το φροντίσει γι’ αυτούς. Πάτησε τον αριθμό και πριν προλάβει να χτυπήσει έκλεισε πάλι το τηλέφωνο. Τι θα γίνει αν περάσει η γραμμή; Θα τον πάνε φυλακή, δε θα τον ξαναδεί παρά μόνο όπως σε κάτι ταινίες. Μα δε φταίει. Ήπιε παραπάνω, άρρωστος είναι, δεν καταλαβαίνει τι κάνει. Κι αν δεν έπαιρνε; Απόψε θα την τελείωνε; Μα δε φταίει. Δε μίλησε απόψε. Δεν αντέδρασε. Τον άφησε να πει ο,τι ήθελε. Δεν αντιμίλησε. Τον διχασμό έκοψε σαν μαχαίρι η επομένη φωνή και ο ήχος σπασίματος. Κάτι γυάλινο. Το διαλύσανε.
Ελπίδα τη λένε. Δίνει το όνομά της, αλλά μετά από εκεί δεν ξέρει τι άλλο να πει.
Ήρθαν και τον μάζεψαν και τον πήραν τελικά. Μόλις ξεμεθύσει θα τον ξαναφέρουν, λένε. Δε θα κάνει καταγγελία η μάνα. Φοβάται περισσότερο το τι θα γίνει αν το κάνει. Φοβάται αυτόν, αλλά πιο πολύ τη ζωή χωρίς αυτόν. Τον αγαπάει. Είναι άρρωστος λέει και ξαναλέει, μεταξύ λυγμών, όσο προσπαθεί να καθησυχάσει τα μικρά και κουνάει το μωρό, που εν τέλει ξύπνησε από το χτύπημα της πόρτας.
Ελπίδα την είπε. Με στενοχώρια και πίκρα, λες και προδίδει το όνομα ξεστομίζοντάς το. Σπάνια τη φωνάζει ο πατέρας της με το όνομά της, αλλά όταν το κάνει, ξέρει ότι νιώθει ένοχος.
Γύρισε την επόμενη μέρα, αθόρυβα, κουρασμένος, λες και κουβαλούσε στην πλάτη του όλο το βάρος του κόσμου. Τη ρώτησε τι έγινε. Του εξιστόρησε τη συνέχεια: πως όταν τον πήραν το μωρό δε σταμάτησε να κλαίει κι ότι η μάνα πήγε να μαζέψει το σαματά. Δεν του είπε ότι έμεινε στο κεφαλόσκαλο όσο το έκανε, από φόβο μην κάνει κακό στον εαυτό της. Ούτε του είπε ότι έμεινε η ίδια ξύπνια όλο το βράδυ μην τύχει και γίνει τίποτα και η μάνα δεν ακούσει ή μην τύχει και πάθει τίποτα και τη βρει το πρωί, μην τύχει ίσως να τον αφήσουν να έρθει σπίτι νωρίτερα κι έχει κοιμηθεί. Του είπε μόνο ότι όλοι είναι εντάξει και να μην ανησυχεί. Δεν απαλύνονται, όμως, οι ενοχές του, φαίνεται στα μάτια του, λες και ζητά σιωπηλά συγγνώμη από το πρωτότοκό του για όσα το έκανε να τραβήξει το βράδυ πριν. Σηκώθηκε από το τραπέζι και πήγε να ξαπλώσει.
Ελπίδα τη φωνάζουν στο λύκειο όταν πάει και πολύ την αγαπούν φίλοι και γνωστοί.
Κανείς δεν ξέρει για το παιδάκι που κρυβόταν κάποτε κάτω από το κρεβάτι, έτοιμο να καλέσει αστυνομία. Κανείς δεν ξέρει ότι τα βράδια δεν ξενυχτά διασκεδάζοντας αλλά σε επιφυλακή. Κανείς δε φαντάζεται τη μάχη που δίνει για να είναι επιμελής, άριστη και να μην αποκοιμηθεί μεσ’ την τάξη. Γελούν για τον εθισμό της στον καφέ. Αλλά δεν ξέρουν ότι χωρίς αυτόν δε θα μπορούσε σήμερα να σταθεί όρθια. Όπως δε γνωρίζει και κανείς γιατί αναγκάζεται να φέρνει μαζί της τα αδέλφια της, να την περιμένουν να φύγουν μαζί.
Μια μέρα δεν πρόλαβε. Το σπίτι έγινε πεδίο μάχης: σπασμένα πιάτα παντού και τα πάντα αναστατωμένα. Ολόκληρη τη νύχτα, μαζί με τα μικρά έκανε να τα μαζέψει όλα. Κι οι φίλοι το έμαθαν γιατί πέρασαν απ’ έξω ενώ πετούσε τα σκουπίδια. Αυτοί, που την επόμενη μέρα, έκαναν βόλτες έξω από το σπίτι, τάχα ότι χαζεύουν, ενώ κρατούσαν τη βάρδια για να κοιμηθεί αυτή με τα μικρά. Αυτοί που κάθισαν να κάνουν παρέα στα μικρά όταν πήγε να βρει το δικηγόρο να ξελασπώσει τους γονείς, να τους πάει ρούχα και καφέ γιατί δεν τους άφηναν να βγουν.
Ελπίδα έγραφε το αεροπορικό εισιτήριο που έβγαλε άρον άρον για να γυρίσει από την πόλη που σπούδαζε στο σπίτι της. Μαζί της, η αδελφή της, πήγαν στα μικρά να σιγουρευτούν ότι είναι καλά τα παιδιά. «Χωρίζουν», είπαν. Δεν πίστεψαν λέξη. Πόσες φορές το είχαν πει; Δεν μπαίνει πια στη διαδικασία να τις μετρήσει. Οι νέοι φίλοι ανησυχούν. Ιδέα δεν έχουν. Ποτέ δεν τους το ‘πε κι απαγόρευσε και στην άλλη να το συζητά. Νέος τόπος, καθαρή αρχή. Γιατί να κουβαλούν τα παλιά μαζί τους. Κι ας την πείραζαν για τις μελανιές στο λαιμό, που όλοι νόμιζαν ότι είχαν γίνει σε φάσωμα με έναν κρυφό ερώτα. Καλυτέρα αυτό από την αλήθεια. Καλύτερα να νομίζουν ότι ξεπέτα ήταν και όχι ο πατέρας της που στη θολούρα του, ενώ θα έσπαγε το χέρι της μικρότερης, πήγε να την πνίξει.
Και ποτέ δε χώρισαν. Ένας εκρηκτικός συνδυασμός, μια «καρμική» σχέση, ένας έρωτας εφηβικός παρά την 5η δεκαετία που διανύανε, παρά το ότι ήταν σε ηλικία να έχουν κι εγγόνια. Ακατάλληλος ο ένας για τον άλλο. Ένας έρωτας άρρωστος και ταυτόχρονα εθιστικός, για το όποιο κάποια στιγμή -ήταν αναπόφευκτο πως- θα γραφόταν μια ιστορία. Από εκείνους τους έρωτες που ήταν «εμείς εναντίον του κόσμου» ακόμα κι αν αυτός ο κόσμος ήταν οι ίδιοι τους οι γόνοι. Τι ήξεραν τα παιδιά; Δεν καταλάβαιναν τίποτα περά από τη βόλεψή τους.
Κι οι δύο, τούτη τη φορά, την ψάχνουν. Δε ζητούν ποτέ συγχώρεση κι όμως τους τη δίνει. Τη φωνάζουν με το όνομά της, να πάει κοντά τους. «Τι έγινε;» ρώτησαν. Τους είπε μόνο ότι όλοι είναι εντάξει και να μην ανησυχούν. Δεν απαλύνονται οι ενοχές τους, φαίνεται στα μάτια τους, λες και ζητούν σιωπηλά συγγνώμη από το πρωτότοκο τους για όσα το έκαναν να τραβήξει.
Ελπίδα είναι αυτή, δε θέλει να την κοιτάνε με λύπηση. Είναι δυνατή, αντέχει.
Αντέχει να αποφεύγει τον έρωτα και την αγάπη από όποιον δεν μπορεί να την αποδείξει. Αντέχει να ζει μόνη, αντέχει να αποβάλλει συναισθήματα κι επιθυμίες για να μη γίνει μια από τα ιδία με αυτό που τόσο φοβάται ότι θα γίνει. Αντέχει κι όταν της χτύπα εν τέλει ο έρωτας την πόρτα. Και δεν μαρτυρά τίποτα για τη ζωή της. Αντέχει τον διχασμένο έρωτα, αντέχει να μην είναι προτεραιότητα- η Ελπίδα άλλωστε πάντα είναι εκεί ό,τι κι αν κάνεις- και με αυτό πορεύτηκε και ο έρωτας ο ίδιος. Βάσει μιας ελπίδας.
Και παρά τα τόσα σημάδια ερωτεύεται, αγαπά, πολύ περισσότερο από τον εαυτό της, πολύ περισσότερο από όσο θα μπορούσε να περιγράψει. Μαζί του βλέπει μια ζωή, μια αγάπη από εκείνες για τις οποίες διάβαζε αλλά ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα ζούσε. Στα μάτια του βλέπει ένα μέλλον, το μέλλον της, το μέλλον τους. Για μια στιγμή φαντάστηκε ότι μπορεί και να ευτυχήσει.
Δεν τη λέει ποτέ με το όνομά της. Λες και φοβάται τι μπορεί να σημαίνει. Αντέχει αυτή. Ό,τι κι αν έκανε δε θα έφευγε. Κουτάβι. Αλλιώς τα είχε μάθει· στέκεσαι δίπλα σε αυτόν που αγαπάς, ο,τι κι αν σου κάνει. Ναι, ένα ακόμη βάρος το κουβαλά, δεν παθαίνει τίποτα. Αντέχει, λοιπόν, η Ελπίδα να σηκώνει το βάρος αυτού που ονειρεύτηκε αλλά ποτέ δεν ήρθε. Έφυγε σαν να μην υπήρξε ποτέ, πριν καν καταφέρει να το αντικρύσει για πρώτη φορά. Δέκατος ο μήνας, ενδέκατη ημέρα. Τι ώρα ήταν μόνο μη ρωτήσετε. Το ρολόι μετρά κι αυτή προσπαθεί να ξεχάσει.
Δε μαρτυρά τίποτα η Ελπίδα. Αφού δεν αντέχουν οι άλλοι, θα αντέξει αυτή κι ας μη έχει στήριγμα κι ας το παλεύει μόνη της. Χαμπάρι κανείς· μόνο ο μικρός τους που το πέρασε για μια απλή αδιαθεσία, μια γαστρεντερίτιδα. Φαγητό τίποτα δεν έμενε στο στομάχι της, αλλά μόνο εκείνος ο Μικρός τη χαμπάριασε. «Δεν είσαι καλά,. Γιατί δεν μπορείς να κρατήσεις τίποτα στο στομάχι σου; Δεν είσαι καλα.» της έλεγε. Αλλά δε μαρτύρησε τίποτα. Δεν έχει άλλος καμία δουλειά. Μόνο αυτός που βάλθηκε να βρει άλλο αποκούμπι, να κάνει τα δικά του, να μην υποχρεώνεται, να μη νιώθει ενοχές και βάρη.
Μέχρι που ένα παιδί γεννιέται και μέσα από τα μάτια του αναγεννιέται η Ελπίδα. Τούτο έχει άλλη μαμά, άλλον μπαμπά, ξανθές μπούκλες, αλλά τα δικά της μαύρα μάτια. Νέα μέρα, νέα ζωή. Θα γίνει σωστά αυτή τη φορά. Μπορεί να μην είναι αυτό που ονειρεύτηκε, αλλά σε αυτό το μικρό πλασματάκι βλέπει ό,τι έχασε αυτή. Δεν είναι μάνα. Αλλά είναι μάνα. Κι αυτό το μικρό σαν να έγινε ξαφνικά η ζωή της όλη. Αν τη ρωτήσεις, ξέρει μόνο να σου πει ότι σκάει από αγάπη. Κι όταν το κοιτά, μόνο ευτυχία του εύχεται, να έχει τύχη κι αγάπη, να μην του λείψει τίποτα. Το βάρος θα το κουβαλήσει, δε θα ξέρει τίποτα, μπας και ο λευκός του καμβάς είναι και μια νέα αρχή. Μόνο αγάπη θα το φορτώσει, και θα κουβαλήσει μόνη αυτή τη γνώση- ότι στην καρδιά της έκανε κατάληψη σε μια άδεια θέση που αποζητούσε έναν ένοικο, έναν ιδιοκτήτη.
Αντέχει κι όταν επιστρέφει αυτός ο ένας της, λιοντάρι μαινόμενο, να διεκδικήσει πάλι αυτή που είναι δική του. Η Ελπίδα του ανήκει και την κάνει αυτός κουμάντο. Αντέχει κι όταν για μια ακόμη φορά την αφήνει. Τον δικαιολογεί -γιατί η Ελπίδα όλα τα δικαιολογεί. Η αγάπη, η πραγματική, έχει μάθει, όλα τα δικαιολογεί. Τον αγαπά. Πάντα θα τον αγαπά. Γιατί η Ελπίδα δεν ξεχνά ποτέ, όσο κι αν προσπαθεί. Ξέρει όμως καλά ότι μερικοί άνθρωποι δε ζουν μόνο με την ελπίδα, θέλουν κι άλλα. Πράγματα που η ιδία δεν είχε να δώσει, δεν είχε μάθει να δίνει. Έπεισε τον εαυτό της πια, ξέρει. Μπορεί και τα δύο να ξεκινούν από το ίδιο γράμμα, αλλά δεν έχει καμία σχέση ο Έρωτας με την Ελπίδα. Το ένα αναλώνεται στο άλλο, αλληλοκαταστρέφονται και δεν ξέρουν να συνυπάρχουν. «Όποιος ελπίζει απελπίζεται» της είπε κάποτε αυτός. Κι έτσι απλά, την έσβησε.
Είχε ήδη οικογένεια εξάλλου που τη χρειαζόταν.
Ελπίδα είχε και για το μικρό τους, αυτό που ήταν ακόμη μωρό χωρίς όνομα, κοιμισμένο στην κούνια εκείνο το βράδυ που βρέθηκε κάτω από το κρεβάτι με ένα τηλέφωνο στο χέρι. Εκείνο που τόσα χρόνια όλοι προστάτευαν να μη γίνει ίδιος με τον πατέρα τους κι ακολουθήσει τα ίδια βήματα. Σωτήρη θα μπορούσαν να τον είχαν ονομάσει. Κι ας ήταν άλλο το όνομα που επιλέχτηκε να κουβαλά. Μαζί με την Ελπίδα, η Αγάπη, η Πίστη και ο Σωτήρης. Αστείο της ακουγόταν όταν το σκεπτόταν, αλλά δεν υπάρχει τίποτα πιο αληθινό από αυτά που ο καθένας τους αντιπροσωπεύει με το όνομά του.
Σωτήρη τον είπαν κι όλοι μαζί κόπιασαν για να σωθεί. Κι η ιστορία πια δεν επαναλαμβάνεται ίδια, αλλά το βάρος τώρα είναι μεγαλύτερο. Γιατί έχουν όλοι την ελπίδα ότι αυτός, τουλάχιστον, θα γλιτώσει και θα πορευτεί ευτυχισμένος και πετυχημένος χωρίς να τον επηρεάζει κάποιο παρελθόν που, στην τελική, δεν είναι δικό του να το κουβαλά. Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα, ναι, αλλά τουλάχιστον αυτός μην παιδευτεί. Κι αν μπορούσαν να τον προφυλάξουν ακόμη περισσότερο, θα το έκαναν κι οι τρεις τους. Κι ας σώσει τον εαυτό του μόνο, να μην επαναληφτεί η ιστορία. Δε φταίει, όπως ποτέ δεν έφταιξε ο πατέρας τους.
Τόση αδυναμία του είχε τελικά η Ελπίδα αυτού που τη γέννησε που της έδωσε όνομα, που την έκανε αυτό που είναι. Τόση απέραντη κατανόηση, που για όλα ήξερε να τον δικαιολογήσει, να τον καταλάβει, να τον συγχωρέσει. Η ζωή που ζούσε κι αυτός, δεν ήταν δική του ποτέ, δεν του δόθηκε ποτέ η επιλογή, δεν αποφάσισε. Σε κάθε του ιστορία άκουγε την επιλογή που δεν του δόθηκε, τη ζωή που του φορτώθηκε, την ευτυχία που έψαξε σε πάτο μπουκαλιού αντί για 4 τοίχους και τόσα μάτια που τον κοιτούσαν σαν θεό. Αγαπούσε τον αδύναμο αυτό άνθρωπο που δεν το έδειχνε ποτέ αλλά που πάντα ήξερε ότι ήταν εκεί όταν την κοιτούσε με αυτό το κουταβίσιο βλέμμα.
Μπήκε κι άλλος ένας Μάρτης κι είναι ακόμη εδώ η Ελπίδα και ζει, υπάρχει, πασχίζει να κάνει τη διαφορά. Μήπως κι ένα πρωί ξυπνήσει και είναι όλα αλλιώς, μήπως κι αυτή καταφέρει να πάρει μια ανάσα, να υπάρξει, να ζήσει, να ευτυχήσει. Μόνη της βρήκε έναν δρόμο. Θα τον βαδίσει και θα ψάξει να τη βρει. Ποιά; Την ελπίδα τη δική της. Πού είναι τελικά; Υπάρχει; Κάπως θα τα βολέψει, ξέρει. Ζήτημα χρόνου είναι μόνο.
Ελπίδα με λένε, κι ας μην είναι το όνομά μου αυτό. Κάπως άντεξα, κάπως έφτασα ως εδώ να τα γράφω, κάπως καλά είμαι. Η ζωή μου όλη, μια ευχή για κάτι καλύτερο. Αγαπώ τους αδύναμους ανθρώπους. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που υπάρχω. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που συνεχίζω. Που με αγαπούν και μένα και με αναζητούν όταν πια δεν μπορούν αλλού να απευθυνθούν. Καταδίκη τελικά ή εξιλέωση; Ξημερώνει πάντα, δεν αλλάζει τουλάχιστον αυτό. Κάθε πρωί. Ευκαιρία για αλλαγή, εξέλιξη, μια ζωή να μη θυμίζει όσα πέρασαν αλλά όσα μπορούν να γίνουν.
Ελπίδα με λένε. Κι ας είναι μόνο μια λέξη, μια κουβέντα το όνομά μου.
Πάντα θα υπάρχω.