Γράφει ο Αλέξανδρος Α. Αναστασίου.
Απόψε όλα είναι διαφορετικά. Το σπίτι δε με χωράει. Το δωμάτιο με πνίγει. Οι πόροι του σώματος έχουν ανοίξει και φωνάζουν ανάγκη για αλκοόλ. Η φωνή τους συνεννοείται με το πνεύμα μου. Χωρίς δεύτερη σκέψη ντύνομαι, σε κλάσματα δευτερολέπτου, σαν να ετοιμαζόμουν για πόλεμο.
Μπαίνω στο αυτοκίνητο. Μόλις παίρνει μπρός η μηχανή, ηρεμώ. Ανάβω ένα τσιγάρο και ψάχνω στο ραδιόφωνο να βρω το κατάλληλο τραγούδι. Πετυχαίνω το κομμάτι. Τραβάω μια καλή τζούρα και ξεκινάω. Με έχει συνεπάρει τόσο το τραγούδι κι ο καπνός κι οδηγώ χωρίς να ξέρω πού θέλω να πάω.
Το τσιγάρο τελείωσε. Μαζί και το τραγούδι. Επιστρέφω στην πραγματικότητα. Η επιθυμία είχε μεγαλώσει. Σταματάω σε ένα παλιό στέκι. Μπαίνω. «Επιτέλους», είπα μέσα μου. Είμαι στο μέρος που αφήνω όλα τα βάρη και τις έγνοιες έξω απ’ την πόρτα και κάθομαι ήρεμος να απολαύσω το ποτό μου. Το ένα ποτό, όμως, φέρνει τ’ άλλο. Και πάλι το μέτρημα για ακόμα μια φορά έχει χαθεί.
Βυθίστηκα στις σκέψεις. Στις σκέψεις που σε τρώνε εκ των έσω. Σε στιγμές που γράφτηκαν στον χρόνο και δεν μπορεί κανείς να τις αλλάξει. «Μα γιατί;» ψιθυρίζω και το ένα τσιγάρο διαδέχεται το επόμενο.
Δίπλα μου καθόταν ένας πενηντάρης και με κοιτούσε. Άρχισε να με παρατηρεί. Μετά από λίγο πλησίασε κι άρχισε να μου μιλά: «Γυναίκα, ε;». Δεν απάντησα. Συνέχισε να ρωτά: «Αξίζει, ρε φίλε;». Με κοιτάζει στα μάτια. «Αξίζει να καταστρέφεσαι γι’ αυτήν;». Όσο ρωτούσε και δεν έπαιρνε τις απαντήσεις που ήθελε, αντί να αποθαρρυνόταν, πήρε θάρρος κι άρχισε να μου εξομολογείται δικές του ιστορίες. Ιστορίες ερωτικές που μόνο πόνο κι απογοήτευση αφήνουν στο τέλος. Ένιωθα σαν να είχε μπει στο μυαλό μου και τις σκέψεις μου.
Έστρεψα το βλέμμα στο μέρος του. Μόλις έκανε μια παύση να καπνίσει ένα τσιγάρο του απάντησα: «Γυναίκα, ναι». Δεν πρόλαβε να τινάξει τη στάχτη. «Νόμιζα πως βρήκα το άλλο μισό». Η στάχτη κρέμεται απ’ το τσιγάρο του. «Μάλλον δεν είμαι εγώ φτιαγμένος γι’ αυτά». Με κοιτούσε τόσο στοργικά όπως θα κοιτούσε ένας πατέρας τον γιο του που μόλις είχε χτυπήσει για πρώτη φορά. Με κοίταξε στα μάτια και φαινόταν σαν να ήθελε να μου πει τόσα πολλά μήπως και μπορέσει να πάρει όλες αυτές τις σκέψεις απ’ το μυαλό μου, μα το στόμα του είχε σφραγιστεί. Σηκώθηκε κι επέστρεψε στη θέση του.
Τελειώνω το ποτό μου και βλέπω πως ξημέρωσε. Άλλο ένα βράδυ χαράμισα ατενίζοντας το παρελθόν. Επέστρεψα σπίτι. Στους γνωστούς τέσσερεις τοίχους, που λίγες ώρες πριν δε με χωρούσαν. Ξάπλωσα. Μα τα μάτια μου ορθάνοιχτα.
Δεν είναι διαφορετικό το βράδυ. Είναι ένα απ’ τα πολλά πλέον βράδια. Το μέλλον έχει σβηστεί για μένα –ή μάλλον το έσβησα– όταν τα άφησα όλα για να μείνω στο παρελθόν. Ζήσε τη στιγμή πριν γίνει απλά μια φωτογραφία.