Την περίμενα αυτή την άδεια από καιρό. Ήταν κουραστικός ο χειμώνας. Λίγο η δουλειά με τα πάνω της και τα κάτω της, λίγο η γκρίνια της γυναίκας μου και οι απαιτήσεις των παιδιών, ήρθα και τέντωσα ο άνθρωπος.
Ευτυχώς μου είχε κόψει και είχα αγοράσει αυτό το σπίτι στη θάλασσα αιώνες πριν. Εδώ έρχομαι κι αδειάζει το κεφάλι μου από όλες τις σκοτούρες. Εντάξει, πάντα υπάρχει η γκρίνια της γυναίκας, αλλά τι τα θες; Συνήθισα πια και γνέφω καταφατικά χωρίς να ακούω. Όταν έφυγαν τα παιδιά για σπουδές, σκέφτηκα πως θα ξανανιώσουμε. Θα ήμασταν οι δυο μας μετά από τόσα χρόνια και δε θα χρειαζόταν να πηδιόμαστε στο αθόρυβο πίσω απ’ τις κλειστές πόρτες λες και κάναμε κανα έγκλημα.
Μην ακούσουν τα παιδιά, μην καταλάβουν τα παιδιά, μη δουν τα παιδιά. Νισάφι! Όταν μετακόμισαν στα σπίτια τους, άρχισα την επίθεση. Της την έπεφτα σε ανύποπτο χρόνο μπας κι αποκτούσε η ερωτική μας ζωή λίγο χρώμα απ’ τα παλιά. Πού τέτοια τύχη! Η κυρία άλλοτε ήταν κουρασμένη, άλλοτε είχε πονοκέφαλο κι άλλοτε τα νεύρα της απ’ τη κλιμακτήριο. Το ένα της ξίνιζε και το άλλο της βρώμαγε.
Πριν μια βδομάδα έκλεισα τα πενήντα. Μισός αιώνας με τη βούλα έκατσε στη πλάτη μου. Οι ανασφάλειες γέμισαν το μυαλό μου. Αυτό θα έκανα από εδώ και πέρα; Τι είχα να περιμένω; Μια καλή δουλειά, μια ήσυχη οικογένεια και ύπνο με τα κοκόρια μπροστά στις επαναλήψεις που έπαιζε η τηλεόραση.
Αυτά σκεφτόμουν όταν η παρθενόπη σύζυγος μου ετοίμαζε το πάρτι των γενεθλίων μου. Βλέπεις δεν έφτανε η ξεφτίλα μου που γερνούσα πια κι επίσημα, έπρεπε να καλέσουμε και κόσμο για να γιορτάσει το γεγονός. Φόρεσα τη μάσκα του σωστού οικογενειάρχη, έκατσα στον κήπο και κατέβαζα τις μπίρες σα νερό. Τουλάχιστον θα ερχόντουσαν τα παιδιά μου να μυρίσει το σπίτι λίγο νιάτα.
Ο γιος μου ήρθε συνοδευόμενος απ’ τη γκομενίτσα του. Καλό μωρό. Με έκανε περήφανο ο μπαγάσας. Η κόρη μου ήρθε με τη συγκάτοικό της. Νόστιμη, αλλά ξινή. Μου έκαναν έκπληξη και θα περνούσαν μαζί μας κάποιες μέρες από τις διακοπές τους. Όταν βαρέθηκα τις πολλές συζητήσεις για πολιτική και ποδόσφαιρο έκατσα στη παρέα τους. Ήταν νέοι και ξέγνοιαστοι. Τους ζήλεψα. Το διανοείσαι; Τα ίδια μου τα παιδιά ζήλεψα.
Το ξημέρωμα μέσα στην απόλυτη ησυχία του σπιτιού περίμενα τη γυναίκα μου ξαναμμένος στο κρεβάτι. Έπρεπε να τη γιορτάσουμε αυτή τη μέρα. Εκείνη αφού έπλυνε όλο το νεροχύτη ανέβηκε κατάκοπη στη κρεβατοκάμαρα με καμία απολύτως διάθεση για σεξ. Ήμουν τρελός, είπε. Με τα παιδιά δίπλα εμείς θα κάναμε προστυχιές; Λες και τα παιδιά δεν κάνουν τα ίδια, της απάντησα και κατέβηκα στο σαλόνι.
Πρέπει να ήμουν πολύ απορροφημένος, γιατί ποτέ δεν άκουσα τα βήματα της φίλης της κόρης μου. Ναι, της ξινής. Ήρθε κι έκατσε δίπλα μου με άνεση. Κανείς δε κοιμόταν πια σε αυτό το σπίτι; Πιάσαμε κουβέντα κι άρχισα να την επεξεργάζομαι. Το νυχτικάκι που φορούσε δεν άφηνε και πολλά στη φαντασία μου. Λεπτά πόδια, στητό στήθος, μικρή μέση κι ένα ανεπαίσθητο δάγκωμα στα χείλη όταν με ειρωνεύτηκε για τα χρόνια που έκλεισα την ίδια μέρα.
Όσο με ειρωνευόταν τόσο παθιαζόμουν. Ήθελα να της βουλώσω το στόμα και να σκάσει επιτέλους. Κι εκείνη, όμως, δεν άργησε να καταλάβει την επιρροή της πάνω μου. Ήρθε πιο κοντά και με θράσος μου είπε πως πάντα ήθελε να μια εμπειρία μ’ έναν πενηντάρη. Δεν κατάλαβα πότε την άρπαξα. Ήταν τέτοια η λύσσα μου που ξέχασα που βρισκόμουν και ποια ήταν εκείνη. Είχα ανάγκη να θυμηθώ ποιος ήμουν και χάρηκα κάθε δευτερόλεπτο.
Από εκείνο το βράδυ έχει περάσει μία εβδομάδα. Τα παιδιά είναι ακόμη εδώ και η γυναίκα μου δεν έχει κάνει καμία νύξη να με ξεμοναχιάσει. Για να είμαι ειλικρινής, ούτε κι εγώ. Δεν τη χρειάζομαι πια. Έχω τη μικρούλα μου να μου κάνει όλα τα γούστα σε κάθε πιθανή ευκαιρία. Αυτή ήταν το δώρο των γενεθλίων μου.