Γράφει η Νίνα
Ό,τι πιο όμορφο είχα σου το έδωσα. Κι εσύ απολαυστικά το πήρες, έχοντας ένα χαμόγελο στα χείλη, αβέβαιο, αμήχανο. Σαν να ήξερες μέσα σου πως δε γίνεται να είσαι μια ζωή τόσο ευτυχισμένος. Κι εγώ μαζί σου. Κι ενώ σε κοιτούσα κάθε στιγμή στα μάτια και προσπαθούσα να δω βαθιά, πολύ βαθιά, κατάλαβα τόσα πολλά, χωρίς να καταφέρω τίποτα. Αυτή την αμφιβολία, αυτό το σαράκι που έτρωγε την ψυχή σου, που θόλωσε τις σκέψεις σου, δεν το αναγνώρισα. Μου έλεγες πως τα βράδια που εγώ κοιμόμουν, παραδομένη κι ερωτευμένη στην αγκαλιά σου, σχεδόν ευτυχισμένη, εσύ πάλευες με δαίμονες, με τον εαυτό σου και την αγάπη μας. Μια αγάπη που σε κρατούσε αιχμάλωτο κοντά μου, ένας έρωτας παράφορος μα ανυπόφορος, έτσι δεν είναι;
Δεν άντεξα, «δεν άντεξες», μου είπες τότε. Δεν πίστεψα, «δεν πίστεψες», σου είχα απαντήσει με μια φωνή τόσο δυνατή, σταθερή, υποκριτική που κατάφερε να κρύψει το τρέμουλο του κορμιού μου, το σπάσιμο της καρδιάς μου. Κι εσύ ήταν η μοναδική φορά που χαμήλωσες το βλέμμα, γιατί μέσα σου ήξερες την αλήθεια, μα δεν ήξερες τι να την κάνεις. Ούτε κι εγώ. Ή μάλλον δεν ξέραμε πώς να μετατρέψουμε τον θυμό σε τρυφερότητα, τον εγωισμό σε νοιάξιμο, το γύρισμα της πλάτης σε χέρια ανοιχτά. Μα δεν έχει σημασία τώρα πια. Ποιος είχε δίκιο ή ποιος ήταν σωστός. Ξέρεις τι έχει σημασία; Πως δεν τα καταφέραμε, πως δεν ήμασταν επαρκείς ο ένας για τον άλλον. Όχι επειδή δεν μπορούσαμε αλλά γιατί δεν ξέραμε. Φταίει η ηλικία, ο χαρακτήρας, ο εγωισμός, δεν έχει σημασία. Πλέον όλα έχουν τελειώσει. Μια φωτοβολίδα η αγάπη μας, έλαμψε και φώτισε τα σκοτάδια μας. Μας γέμισε ζεστασιά, συναισθήματα κι αναμνήσεις. Από τις πιο πιο νοσταλγικές αναμνήσεις μου και η δική σου.
Ξέρεις, σε πένθησα όταν σε έχασα, όπως πενθεί ο ήλιος που δεν μπορεί να αγγίξει εκείνο το μοναδικό που τον αλληλοσυμπληρώνει, το λαμπερό φεγγάρι. Σε πένθησα κι υπάρχουν στιγμές που σε πενθώ ακόμη. Σε ζήτησα όταν σε έχασα, όπως ζητά ο ναυαγός το ασφαλές πλοίο να τον σώσει, τόσο απεγνωσμένα. Σε ζήτησα κι υπάρχουν στιγμές που σε ζητώ ακόμη. Σε μίσησα όταν σε έχασα, όπως μισεί ο ρατσιστής τον ξένο. Σε αγάπησα όταν σε έχασα, όπως αγαπά η μάνα το μονάκριβο παιδί της. Σε αγάπησα και σε άφησα ελεύθερο να βρεις τον εαυτό σου, να γίνεις ο εαυτός σου, εκείνος που θες, που γουστάρεις, που θαυμάζεις.
Τώρα τι ψάχνω θα μου πεις. Τι θυμάμαι, τι σκαλίζω. Ποθείς να μάθεις, την αιτία, το γιατί, τον λόγο που απόψε σε θυμάμαι. Αλήθεια πώς πίστεψες πως μπορούσα εγώ εσένα να σε ξεχάσω; Αυτό ακριβώς θέλω μονάχα να σου πω, πως δε σε ξέχασα ποτέ ούτε θα σε ξεχάσω. Θυμάσαι τι σου είχα πει κάποτε; Η τιμωρία σου θα είναι ότι θα σε αφήσω να ζεις χωρίς εμένα. Ε είναι και δική μου τιμωρία τελικά. Δε βαριέσαι; Διάλεξα να είμαι η γυναίκα της ζωής σου και όχι εκείνη που θα περάσεις τη ζωή σου μαζί της. Εσύ μου είχες πει να διαλέξω. Θυμάμαι. Θυμάσαι; Να είσαι ευτυχισμένος!
Στον άντρα της ζωής μου…