Γράφει η Σοφία.
2:45. Βράδυ ή μεσημέρι, δεν είμαι απόλυτα σίγουρη. Τα παντζούρια είναι κλειστά από κείνη τη γ@μημένη τη Δευτέρα. Νομίζω έχει περάσει μια βδομάδα, αν και πλέον δεν παίρνω όρκο για τίποτα. Έπαιζε το «goodbye kiss» όταν έκλεισες την πόρτα, η τραγική ειρωνεία της υπόθεσης. Σχεδόν σκηνοθετημένο. Το ραδιόφωνο έχει μείνει ανοιχτό στον ίδιο σταθμό από τότε. Και να φανταστείς πως δε μου αρέσει καν. Όχι ότι έχω συναίσθηση του τι ακούω. Σαν θόρυβος μου ακούγεται, που είναι απλά καλύτερος από μια σκληρή, συνεχή σιωπή.
Αν ήσουν εδώ, θα μου φώναζες να ανοίξω κανένα παράθυρο για να σταματήσει το σαλόνι μου να θυμίζει τεκέ. Μα δεν είσαι, οπότε εγώ ανάβω άλλο ένα και φυσάω επιδεικτικά τον καπνό πάνω στα έπιπλα. Γιατί εγώ το σπίτι μου έτσι το θέλω, με τον καπνό να κάνει ομίχλη γύρω απ’ αυτά που σιχαίνομαι. Πάντα έτσι το ήθελα και τώρα δε χρειάζεται να προσποιούμαι πως με ενδιαφέρει η γνώμη σου.
3:30. Σέρνομαι μέχρι την κουζίνα. Στο πάτωμα βρίσκεται θρύψαλα η αγαπημένη σου κούπα από προχθές. Δεν έχει ξύδια, ούτε καφέ, και τα ποτήρια στέκονται όλα βρώμικα γύρω από το νεροχύτη. Αν ήσουν εδώ θα γκρίνιαζες να τα πλύνω, γιατί δε γίνεται να ζω έτσι. Δεν είσαι όμως, οπότε κι εγώ θα πιω νερό από τη βρύση, που τόσο σε εκνευρίζει. Γελάω που τόλμησες να μου πεις πώς γίνεται κάποιος να ζει, λες και σε όρισε κάποιος ειδήμονα σε θέματα ζωής. Πόσο μικρός φαίνεσαι όταν αποφασίζεις τι είναι σωστό και τι λάθος για τον κόσμο. Και πόσο λίγος όταν οι θεωρίες σου δε γίνονται ποτέ πράξη.
3:37. Κάτι χαρούμενο ακούγεται από τον θόρυβο που έχω ορίσει για μουσική. Χορεύω σε ένα παροξυσμό που δεν ταιριάζει στο περασμένο της ώρας. Χτυπάω τα πόδια μου να ενοχλήσω τη γειτόνισσα που πάντα φοβόσουν μη μας κάνει παρατήρηση. Δεν είσαι εδώ για να το δεις.
3:40. Ένας καθρέφτης συναντά το πρόσωπό μου. Δεν είμαι σίγουρη αν είμαι εγώ αυτό το ημίτρελο κατακόκκινο κοριτσάκι που βλέπω απέναντί μου. Σίγουρα δεν είμαι εγώ. Εγώ γελάω γιατί σε ξεφορτώθηκα, εγώ είμαι χαρούμενη και ικανοποιημένη. Εκείνο κλαίει. Φοράει την μπλούζα σου και μια παλιά ξεσκισμένη φόρμα, είναι άυπνο και παραμορφωμένο.
Όχι δεν είμαι εγώ, εγώ είμαι χαρούμενη. Χαίρομαι που δεν είσαι εδώ να μου ορίζεις τη ζωή. Νιώθω ευτυχία που δε χρειάζεται να μοιράζομαι το κρεβάτι μου μαζί σου και να βάζω τα καλά σεντόνια λες και περιμένουμε επίσκεψη τον πρέσβη και πρέπει να βγάλουμε το καλό σερβίτσιο. Που δεν είναι ανάγκη να μυρίζω τριαντάφυλλο κάθε πρωί, που τρώω κρύα πίτσα για πρωινό. Εγώ είμαι χαρούμενη που έφυγες.
4:35. Νιώθω λίγο κουρασμένη. Ίσως να ξημέρωσε, μπορεί και να έχει βραδιάσει, δεν ξέρω. Θα κοιμηθώ στο πάτωμα γιατί είναι πιο κοντά απ’ το κρεβάτι. Άλλωστε κανένας δε θα ρωτήσει γιατί με τρεις καναπέδες και ένα διπλό κρεβάτι, εγώ επιλέγω να κοιμηθώ στο μάρμαρο.
4:58. Προσπάθησα να θυμηθώ τη φωνή σου και τα χέρια σου γύρω μου. Τις μέρες που γελούσαμε και κάναμε τον κόσμο να μοιάζει πιο όμορφος. Προσπάθησα να θυμηθώ να μου λες πως όλα θα πάνε καλά, πως θα είσαι εδώ.
Και προσπαθώντας κάτι για να θυμηθώ, αποκοιμήθηκα.