Πρώτη διδάξασα η Λίζα Παπασταύρου κατά κόσμο Αλίκη Βουγιουκλάκη που έβλεπε πεταλούδες πράσινες, κόκκινες και κίτρινες μετά το χαστούκι του κύριου Φλωρά. Είχα γελάσει άπειρα κυριακάτικα μεσημέρια μ’ αυτή τη σκηνή κι όπως γίνεται πάντα η έβδομη τέχνη αντέγραψε τη ζωή.

Πέντε χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία φορά που μου έκανε μάθημα κι ακόμα μου προκαλεί αυτό το τρέμουλο στα γόνατα. Το ίδιο τρέμουλο που έπαθα την πρώτη φορά που τον είδα στο γραφείο των καθηγητών. Ετών τριάντα τρία, σε ηλικία σταύρωσης, όπως έλεγε ο ίδιος. Ήταν τόσο διαφορετικός απ’ όλους τους υπόλοιπους με το σκισμένο χαμηλοκάβαλο τζιν του και το σκουλαρίκι στ’ αυτί. Η αντίδρασή του στην προσφώνησή μου «κύριε» ήταν ακόμα πιο αφοπλιστική από την εικόνα του «με κόβεις για πολύ κύριο; Μίλα μου στον ενικό». Δε χρειαζόταν τίποτα άλλο για να τον ερωτευτώ.

Όλες τον ήθελαν και μερικές δεν το έκρυβαν καθόλου. Τα ραβασάκια που είχε πάρει ήταν τόσα που τον ανάγκαζαν να διώξει τα αγόρια από την αίθουσα και να μας εξηγήσει, με χιούμορ πάντα, τους λόγους που δεν ήθελε να πάει φυλακή και να μας παρακαλέσει να είμαστε πιο διακριτικές.

Εικαστικός στο επάγγελμα, γεγονός που του προσέδιδε παραπάνω γοητεία, γιατί είναι αλλιώς να σου μιλάνε για χημεία και φυσική κι αλλιώς για τα βασικά χρώματα. Τρία χρόνια ήμουν η πιο πιστή του φαν. Δεν έχασα ούτε ένα μάθημα παρόλο που δεν μπορούσα να γράψω πάνω από 15 στο γραμμικό σχέδιο. Αλλά δε με ενοχλούσε καθόλου γιατί κάθε φορά που έκανα λάθος έσκυβε πάνω από το θρανίο, μου έπιανε το χέρι και το καθοδηγούσε στο χαρτί. Όσο πιο σφιχτά κράταγε το χέρι μου τόσο πιο πολύ ανέβαιναν οι παλμοί μου.

Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε μια μέρα που καθόμουν πάνω στην έδρα κι αυτός είχε ξεχάσει να υπογράψει το απουσιολόγιο που ήταν κάτω από το πόδι μου. Μπήκε μέσα και μόλις πήγα να σηκωθώ μου είπε «μη σε ξεβολέψω». Σήκωσε το πόδι μου και τράβηξε το απουσιολόγιο. Αφού είχα μείνει στήλη άλατος με αποτελείωσε όταν έπιασε την τιράντα που κρεμόταν από το τζιν μου και μου είπε «πολύ ωραία». Εννοείται ότι έγινε το αγαπημένο μου τζιν.

Η πρώτη μου ταχυκαρδία και το πρώτο μου κλάμα του ανήκουν δικαιωματικά. Το κλάμα ήρθε ένα πρωί που με είδε να καπνίζω κι ως φανατικός αντικαπνιστής αντί για καλημέρα άρχισε να φωνάζει. Δε μ’ ένοιαξε το κήρυγμα αλλά ο τρόπος που με κοίταξε κι ο τόνος της φωνής του.

Κύριε καθηγητά είστε το μεγαλύτερο απωθημένο μου, γιατί το μόνο που κατάφερα τρία χρόνια είναι να ακουμπήσω δήθεν τυχαία τα χείλη σας εκείνη την φορά που με φιλήσατε στο μάγουλο για να με συγχαρείτε για τα αποτελέσματα των πανελλαδικών.

Πίστευα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπα, αλλά μετά από δύο χρόνια ξανασυναντηθήκαμε στην πόλη που σπούδαζα. Εγώ έβγαινα απ’ το σπίτι μου κι εκείνος από τη δίπλα πολυκατοικία. «Εσένα σου έκανα μάθημα» ήταν το μόνο που μου είπε, ενώ εγώ αρκέστηκα σ’ ένα νεύμα καθώς η γλώσσα μου είχε δεθεί κόμπος.

Σας θυμήθηκα απόψε, κύριε καθηγητά, που είδα τα ξεχασμένα μου πινέλα και τις τέμπερες σε μια γωνία του εφηβικού μου δωματίου. Πόσο θα θελα να έχω δει κι εγώ μαζί σας πεταλούδες πράσινες, κόκκινες και κίτρινες μαζί.

 

Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Παπασάββα.