Γράφει η Βασιλική Θ.
Γύρνα ένα ξημέρωμα Κυριακής 3.00-6.30. Να ξέρω ότι ήμουν εγώ αυτή που στη σκέψη της δεν έβρισκες ηρεμία. Γύρνα χωρίς εξηγήσεις, λόγια περιττά, ανώφελα. Γύρνα χωρίς πομπές, χωρίς φασαρία. Ψιθύρισε το όνομα μου και εγώ θα σ’ ακούσω. Ψιθύρισέ το, νιώσε το νόημά του. Κάθε γράμμα να ‘ναι μια ιεροτελεστία. Μια ιεροτελεστία χωρίς τέλος.
Γύρνα αργά σε μένα. Να ξέρω πως κάθε βήμα που αφήνεις πίσω σου, είναι κι ένα κομμάτι του εαυτού σου που θες να ξαναφτιάξεις. Να ξαναφτιάξουμε μαζί. Κι όταν φτάσεις έξω από την πόρτα μου, να είσαι τόσο ανολοκλήρωτος, να με εκλιπαρείς να σε αποτελειώσω.
Γύρνα κι εγώ θα θυμηθώ πώς είναι να σ’ αγαπάνε. Θα ρίξω τα τείχη σου. Θα μπω κι εγώ μέσα στα ερείπια, να ξέρεις ότι εγώ ήμουν η αιτία της καταστροφής σου. Να ‘σαι τόσο ευάλωτος που πια να μην μπορείς να πάρεις αποφάσεις, να δώσεις εξηγήσεις.
Εγώ θα γίνω η άμυνά σου, οι ενδοιασμοί σου θα έχουν τη δικιά μου μορφή. Οι φόβοι σου θα παίρνουν από μένα άδεια για να σε κυριεύσουν, τα συναισθήματά σου, θα φωνάζουν το όνομά μου. Το είναι σου θα εξαρτάται από ‘μένα. Κι όταν πλέον θα ‘χεις κουραστεί να είσαι δεκανίκι του εαυτού σου και θα ψάχνεις αφορμή για να συνεχίσεις να νιώθεις, πες μου απλά ένα «ευχαριστώ» κι εγώ θα σ’ αφήσω ελεύθερο μες την κενότητα της ύπαρξής σου.
Κι από κει και πέρα θα πρέπει να τα βγάλεις πέρα μόνος σου. Σε αλληνής το κεφάλι να κόβεις βόλτες. Και εγώ υπόσχομαι να κάνω το ίδιο. Να πάω να καταστρέψω κάποιον άλλον, καλύτερο από σένα.
Καμία σχέση δε θα έχουμε πλέον οι δυο μας. Θα υποφέρουμε σε διαφορετικά κρεβάτια. Κι αν καμιά φορά βρεθούμε τυχαία, θα ‘ναι σαν να μη συνέβη ποτέ.
Θα κάνω ότι συμπαθώ τη νέα σου «αφέντρα» κι εσύ θα προσποιείσαι ότι είστε φιλαράκια με το «θύμα» μου. Τίποτα να μη μαρτυρά τα περασμένα. Αυτά που κάποτε ήταν μικρές συστηματικές δόσεις ευτυχίας.
Από εξαρτημένες σχέσεις βγαίνουν άνθρωποι μισοί, διαμελισμένοι. Σαν εμάς, που και μαζί και χώρια, μισοί παραμένουμε. Και που απλά περιμένουμε τον επόμενο στη σειρά. Που ο καημένος δε θα ξέρει ότι τέτοιοι άνθρωποι, με τέτοιες σχέσεις στο ιστορικό τους, δε λένε να ξεκολλήσουν απ’ το παρελθόν.
Είναι άρρωστοι μ’ αυτό, ζητάνε να ξαναγυρίσουν. Ζητάνε και παρακαλούν κι εκλιπαρούν και ρεζιλεύονται. Στους εαυτούς τους λένε ότι έχουν προχωρήσει. Μόνο σε εκείνους, τους προσωρινά παρελθοντικούς, λένε την αλήθεια.
Σε εσένα την έχω πει την αλήθεια μου. Σε εσένα, τον προσωρινό μου παρελθοντικό. Που καίγεται η ψυχή μου να γίνεις πάλι η αδράνειά μου. Αλλά ξέρω ότι δε θα την αντέξεις την πολλοστή καταστροφή.
Και θα γίνει πάλι η μοιρασιά. Μισά-μισά τα μοιράζαμε πάντα, μισά-μισά και τώρα. «Μισά-μισά» μου ‘λεγες, «μισά-μισά, να ‘χω κι εγώ κάτι να θυμάμαι». Δε θα τα κρατήσω όλα για τον εαυτό μου. Όχι αυτήν τη φορά. Θα σου δώσω τώρα εγώ το χώρο να με καταστρέψεις. Θα έχεις τη δύναμη να κυριεύσεις τη δική μου ύπαρξη.
Εσύ θα με καθοδηγείς, εσύ θα με τραβάς να μην πέφτω σε λακκούβες. Θα σου δώσω τα ηνία να γίνεις η πνοή μου. Κι όταν, αυτή τη φορά, εγώ θα ‘χω ξεμείνει από ουσία, θα με βάλεις σε δυο πατίνια και θα με σπρώξεις να τσακιστώ στην κατηφόρα.
Έτσι μάθαμε να αγαπιόμαστε. Έτσι καταστροφικά, χιλιοτσακισμένα. Και κάθε φορά, σε κάθε πισωγύρισμα, οι ψυχές μας να κατατρώγονται μανιασμένα, χωρίς έλεος.
Δε μάθαμε στα εύκολα, μωρό μου. Είμαστε ο πόλεμος χωρισμένος σε δυο σώματα. Είμαστε ο ένας το φονικό του άλλου. Γύρνα και σου υπόσχομαι ότι θα αφανιστούμε μαζί.