Γράφει η Χριστίνα.

 

Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω τι ήταν αυτό που με δυσκόλευε τόσο. Δεν είναι ότι δεν μπορούσα να δεθώ. Δεν είχα ποτέ πρόβλημα με τα συναισθήματα, άλλωστε. Τα λάτρευα τα συναισθήματα. Όταν τα ένιωθα, τα φύλαγα καλά. Δε μ’ άρεσε να τα αλλοιώνω.

Μα ποτέ δε συνειδητοποίησα τι ήταν αυτό που έψαχνα. Ήμουν σε αναζήτηση για την ευτυχία. «Θα τη βρω», απολογούμουν στον εαυτό μου. Κι είχα χάρισμα, δε λέω. Μπορούσα να μηδενίσω τους χτύπους της καρδιάς μου, αμέσως μόλις κάτι ένιωθα να με πονάει, να με πληγώνει, να με υποβαθμίζει. Και ξεκινούσα εκεί απ’ το μηδέν να βρω την επόμενη ευτυχία, να ξαναχτίσω. Απλά είχα ένα δικό μου, μοναδικό τρόπο θα ‘λεγες. Είχα στρατηγική, βήμα-βήμα. Μέχρι που μέσα σε μια στιγμή εξαφανιζόμουν απ’ τη ζωή σου. Κι έμενες πάντα με το κενό, με την απορία. Μα πάντα θυμόμουν όσα ένιωσα κι όσα σ’ έκανα να νιώσεις.

Εννοείται πως έχω ερωτευτεί! Μη με ρωτάς. Ερωτεύτηκα βαθιά, ανιδιοτελώς κι αρρωστημένα. Θεραπεύτηκα όμως. Προσωρινά μεν, θεραπεύτηκα δε. Η δική μου ψυχή δεν έχει γιατρειά. Είμαι δύσκολο πλάσμα, στο ‘χα πει κάποτε. Κι όταν φθάσαμε στο τέλος σε ξάφνιασε η ψυχρότητά μου. Ζεστή καρδιά είμαι, μα κρυώνω πολύ. Περισσότερο απ’ ό,τι φαντάζεσαι.

Όχι, όχι! Μην κατηγορείς τον εαυτό σου. Δε φταις εσύ. Κρύβω φαντάσματα που δεν μπορείς να δεις. Κανείς δεν μπορεί. Ούτε αυτοί που με ξέρουν. Ζω με τις σκιές του «ξέγνοιαστου», του «απροσάρμοστου» και του «αστείου». Στην τελική, όλοι αυτό δεν ψάχνουν; Κάποιον να τους χαμογελάει στις τραγωδίες τους και να τους στηρίζει στις χαρές τους. Αλλά εγώ ποτέ δε γέλασα με κάποιον. Γιατί ίσως να μην ξέρω ακόμη τι σχήμα έχει η ευτυχία που ζητάω. Ή της αλλάζω σχήμα συνέχεια. Με αποτέλεσμα όταν τη βρίσκω να είναι για τα σκουπίδια πια, να μου είναι περιττή, να έχει αλλάξει χρώμα και μορφή.

Μα πού την ψάχνω; Πάντα στο λάθος σημείο, τη λάθος στιγμή. Επιθυμούσα. Κι επιθυμούσα πολύ έναν άνθρωπο να μου προσφέρει ό,τι του δίνω. Κι εσύ με ξέρεις. Δίνω πολύ και δίνω πολλά. Μα κουραζόμουν. Πάντα κουραζόμουν εύκολα. Και συνέχεια περίμενα. Ίσως να φταίει που δε μεγάλωσα ποτέ. «Στη χώρα του ποτέ!», σου έλεγα. Και το εννοούσα. Πάντα το εννοούσα. Εκεί δε μεγαλώνει κανείς. Δε χρειάζεται να σκέφτομαι, να ερωτεύομαι, να έχω υποχρεώσεις. Εκεί χρειάζεται μόνο να δίνεσαι με την ψυχή ενός παιδιού. Αυτό ήθελα πάντα!

Κι έτσι τόσο απλά στο τέλος σε πλήγωνα. Γιατί δεν ήξερα να μένω κοντά σου. Ήταν πάντα πιο ασφαλές να φεύγεις και πιο ανώδυνο. Έτσι κάνουν τα παιδιά, άλλωστε. Φεύγουν όταν πονέσουν ή όταν φοβηθούν. Και τρέχουν κλαίγοντας. Και μόνη μου δικαιολογία, ότι «δε με κάλυπτες», ότι «δεν ήσουν αυτό που χρειαζόμουν», ότι «δεν ταιριάζαμε». Μα πάντα δειλή! Απλά μου είχε τελειώσει. Μα ποτέ δεν ήξερα το λόγο. Μα ποτέ δεν ήξερα εμένα. 

Εμένα, φίλε μου, κι ολόκληρη την ευτυχία του σύμπαντος να μου χαρίζανε, θα μου έλειπε κάτι. Γιατί τελικά, ίσως να είναι η ευτυχία μου να μην ανήκω πουθενά. Να τριγυρίζω, ν’ αρμενίζω, να χάνομαι και να ξαναγεννιέμαι όποτε γουστάρω εγώ! Γι’ αυτό σου λέω, δε φταις εσύ που δεν τα καταφέραμε εμείς. Απλά δεν ήσουν ο έρωτας της στιγμής. Αν ήσουν έρωτας, θα είχες λίγο παραπάνω χρόνο ζωής, μη φανταστείς. Απλά θα με γευόσουν περισσότερο και μπορεί και να με χόρταινες εσύ πρώτος.

Τυχερός που δε με χόρτασες πρώτος. Ξέρεις, αυτό δε θα στο συγχωρούσα. Θα σου στοίχειωνα τη ζωή μέχρι να με θελήσεις πίσω. Εσύ δεν έχεις το δικαίωμα να φύγεις, να εξαφανιστείς αν δεν το επιτρέψω πρώτα εγώ. Κι αν είχες έναν τρόπο να με κρατήσεις παντοτινά κοντά σου, τότε μάλλον ήταν αυτός.

Και τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον ζω με τα δύσκολα, αγαπώ τα ριψοκίνδυνα, αυτά που έχουν τον αέρα της καταστροφής. Με πνίγουν τα «ευκολοστέριωτα», τα «συνηθισμένα», τα «προσεγγίσιμα». Γίνε δηλητηριώδης κι εθιστικός. Κάψε με, χαράκωσε με, γέμισε με σημάδια και θα μείνω. Το υπόσχομαι!

Μα με φοβάμαι, γιατί αν δεν τα καταφέρεις, αν δε με κάνεις να νιώσω, θα απομακρυνθώ και πάλι. Πνίγομαι, σου λέω, πνίγομαι! Τη χρειάζομαι την καταστροφή για να ανασαίνω. Εγώ όταν διαλύομαι, δημιουργώ. Γι’ αυτό ψάχνω και ψάχνομαι συνέχεια. Είμαι δημιουργικός άνθρωπος απ’ τη φύση μου, μα μόνο όταν πεθαίνω. Όταν πεθαίνω, ξαναζώ. Αυτοκαταστροφική. Έτσι γεννήθηκα κι έτσι είμαι.

Εσύ γιατί έμπλεξες μαζί μου; Αφού το έβλεπες απ’ την αρχή, υπήρχε στο βλέμμα μου. «Έχεις το πιο μελαγχολικό και χαρούμενο βλέμμα που έχω δει κι είναι σαγηνευτικό», είχες πει. Δεν την είδες την αντίθεση;

Μα δε φταις εσύ. Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω τι ήταν αυτό που με δυσκόλευε τόσο.