Γράφει η Ανεμώνα.

 

Είναι ιστορίες αγάπης γεμάτες έρωτα και πάθος. Είναι κι αυτές οι άλλες στις οποίες η αγάπη είναι αθόρυβη κι ουσιαστική. Είναι η μέρα εκείνη που μπήκες στη ζωή μου. Με φλέρταρες έντονα και χωρίς ενδοιασμούς με μια τέτοια σιγουριά που με έκανε να σε απορρίψω απλά για να ρίξω τον εγωισμό σου κι ας ήθελα να ενδώσω. Αλλά ό,τι αφήνεις σε αφήνει κι αφού προσπάθησες επανειλημμένα κι απέτυχες, έφυγες.

Δεν ξέρω τι, πώς και γιατί αποφάσισα να σου στείλω μήνες μετά. Η μοναξιά, η ανάγκη της σωματικής επαφής, το μεθύσι κι η περίεργη ώρα υποθέτω. Έστειλα χωρίς να ζητώ κάτι. Ήθελα να σου δοθώ, απλά κι ωμά. Δεν ήθελα να με διεκδικήσεις, δε με ένοιαζε. Για πρώτη φορά κάπου εκεί στην τρίτη δεκαετία της ζωής μου ήθελα να δω τι είναι το one night stand.

Τίποτα ιδιαίτερο, σου είχα πει. Σεξ ψυχρό, ανούσιο κι αναίσθητο. Σε αφήνει πιο μόνο από ό,τι σε βρήκε. Ταΐζει το κορμί σου, αλλά τι γίνεται με την ψυχή σου; Πηδιέσαι κι αποχωρείς. Δυο άγνωστοι που θα παραμείνουν άγνωστοι. Δε ζητούσα κάτι από σένα, αλήθεια. Να σε εκμεταλλευτώ ήθελα, όπως ήθελες κι εσύ στην αρχή. Δεν είχα ούτε απαιτήσεις, ούτε και προσδοκίες.

Με ξάφνιασε το γεγονός ότι εσύ ήσουν αυτός που επέλεξε να κρατήσεις επαφή κι αφού σου χαρίστηκα. Επαναληπτικό θα ψάχνει, σκέφτηκα. Έπεσα έξω, πιο έξω δε γινότανε. Δεν είσαι αυτός που θες να δείχνεις προς τα έξω.

Σκληρά προσωπεία που πέφτουν μπροστά σε πονεμένες ιστορίες κι αφήνουν να φανεί η τρυφερή και ρομαντική τους φύση. Δεν ήθελες μόνο να πηδήξεις το κορμί μου, νοιαζόσουν και για την καρδιά μου, έψαχνες να γιατρέψεις την ψυχή μου. Εσύ, γιατί; Δε στο ζήτησα, δεν ήμουνα ευάλωτη μπροστά σου.

Εκεί ήταν η μαγκιά σου, εκεί με κέρδισες. Δε στο ζήτησα, νοιάστηκες μόνος σου. Έτσι, απλά, επειδή ήξερες μέσες άκρες. Μου έδωσες το χέρι και με σήκωσες κι έμεινες εκεί. Είσαι ακόμη εδώ και βεβαιώνεσαι κάθε μέρα ότι είμαι ακόμη όρθια κι αν με δεις να πέφτω, με σηκώνεις ξανά.

Δεν το ξέρεις, δεν το βλέπεις, ίσως δεν έχεις καν αντιληφθεί πως με νοιάζεσαι κι όμως μου το λες συνεχώς. Ξύπνησα την τρυφερή σου πλευρά. Με ψάχνεις κι ας μη με θες κι ας μην έχουμε μέλλον. Μου ανοίγεις την ψυχή και τη γιατρεύεις κάθε τόσο κι από λίγο αρκετά ώστε να δεις τι κρύβω μέσα μου, αλλά όχι τόσο που να με πληγώσεις.

Με προσέχεις κι ας μας χωρίζουν χιλιάδες χιλιόμετρα. Φροντίζεις να με ανεβάζεις. Μένεις αρκετά κοντά ώστε να είμαι καλά και φεύγεις αρκετά μακριά ώστε να μη βασίζομαι πάνω σου. Μου μαθαίνεις πώς να περπατώ ξανά.

Είμαι κοριτσάκι και γυναίκα συνάμα στα μάτια σου. Ξέρεις ότι μπορώ και χώρια σου, με θες όμως και κοντά σου να βεβαιώνεσαι και να επιβεβαιώνεσαι, να παίρνεις την ανταμοιβή που με νοιάζεσαι τόσο.

Βαρέθηκα να δίνω την ψυχή και την καρδιά μου και να παίρνω ψίχουλα ψεύτικης αγάπης, σου είχα πει μια μέρα. Και μου μίλησες για εκείνους τους αληθινούς-μάγκες που αγαπάνε με τέτοιο πάθος που διορθώνουν καρδιά, μυαλό και ψυχή. Κι εσύ ένας απ’ αυτούς είσαι, δε στο είπα ποτέ. Ήρθες και με κράτησες όρθια. Με κρατάς ακόμα.

Δε ζητάς ανταλλάγματα και δε ζητάω κάτι παραπάνω. Να με κρατάς για λίγο ακόμα μόνο, μέχρι να μπορέσω να ανοίξω τα φτερά μου, μέχρι να επουλωθούν οι πληγές μου. Κι εγώ ήσυχα κι αθόρυβα να ξυπνώ τον προστάτη μέσα σου, τον μάγκα για τον οποίο μου είχες μιλήσει, τον γλυκό και τρυφερό που θεραπεύει πληγές.

Περίεργη σχέση μεταξύ μας, ούτε ερωτική, ούτε φιλική και σίγουρα όχι αδελφική. Κι όμως κάνουμε μούτρα κάθε που ένας απ’ τους δυο χαθεί, χαζολογάμε σαν ερωτευμένα πιγκουινάκια και μοιραζόμαστε τα ξενύχτια μας χωρίς να λέμε και πολλά, απλά επιβεβαιώνουμε την ύπαρξή μας.

Είμαι το χαζό κι είσαι το βλαμμένο σε κάθε συζήτηση που μας φτάνει μέχρι το ξημέρωμα. Περασμένες ώρες και πεσμένες άμυνες.

Σε μια τέτοια περασμένη ώρα γράφω ενώ εσύ παίζεις. «Παίζω να ξέρεις, δε σε γράφω» είπες. «Σκάσε κι άσε με να γράψω» απάντησα. Δε θέλω να γράψω πολλά. Έτσι κι αλλιώς συνοψίζονται σε τέσσερις λέξεις μόνο: Σ’ αγαπώ κι ευχαριστώ. Ευχαριστώ που με κρατάς όρθια και που είσαι ακόμα εδώ.

 

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη