Γράφει η Μαριέττα.
Μεγαλώνει γρήγορα η μέρα και μαζί της μεγαλώνω κι εγώ κι αναρωτιέμαι πώς δε γίνεται να μη σε ξαναδώ. Σκέφτομαι πως θα μεγαλώνεις κι εσύ, πώς γίνεται αλλιώς και τα όνειρά σου θα πραγματοποιηθούν. Στρίβω ένα τσιγάρο και πίνω σε σ’ όλα τα όνειρα που κάναμε μαζί και δεν είδαμε να πραγματοποιούνται. Στεναχωριέμαι που αναγκαστικά στηρίξαμε η καθεμία τα δικά της όνειρα -μόνο τα δικά της-, τα αυστηρώς προσωπικά, τα πτυχία και τα περιουσιακά.
Μεγαλώνει η μέρα κι εγώ ψυχικά μικραίνω γιατί από σήμερα ξέρω πως θα σε ψάχνω. Γιατί ξέρω πως φταίω, πως έκανα χαζομάρα, πως αν είχα κάνει κάτι καλύτερο θα ήσουν εδώ, δίπλα μου κι αν ήταν να φανούμε μικρές γι’ αυτό το ταξίδι, τουλάχιστον θα φαινόμασταν μαζί. Σε απογοήτευσα. Νιώθω μικρή, όμως, όχι μόνο για τα λάθη μου αλλά και για την αντίδρασή μου, ακόμα και τώρα. Γιατί η γενναιότητά μου μέχρι ένα επώνυμο γράμμα στο ίντερνετ φτάνει, γιατί δεν πάει παραπέρα, χωλαίνει.
Ψάχνω το κορμάκι σου και πνίγω το δικό μου σ’ ένα ψηλό ποτήρι για ουίσκι. Κόβω μια στον δρόμο για το σπίτι από το πολύχρωμο παρτέρι με τις μαργαρίτες στη γειτονιά, φθάνω σπίτι κι ακουμπάω δίπλα τη φωτογραφία μας -λες κι έθαψα κάποιον. Η αλήθεια είναι δεν κατάφερα να έρθω ως εκεί, δεν ξέρω κι αν ποτέ θα καταφέρνω να φύγω απ’ την Αθήνα ξανά. Χωρίς εσένα, τι ταξίδι έχει σημασία; Κι αν αυτό δε μου δημιουργεί την επιτακτική ανάγκη να θρηνήσω, τότε δεν ξέρω τι θα μπορούσε άλλο. Κι αφού δε θα γυρίσεις πίσω, μάλλον το πένθος θα κρατήσει για καιρό ακόμη και θα ξεριζώσω όλες τις μαργαρίτες από όλα τα παρτέρια. Και σαν τις ξεριζώσω, θυμωμένα θα μαδάω ένα-ένα τα πέταλά τους, χωρίς να ρωτάω τίποτα πια.
Και δε βγάζω νόημα πάλι, το ξέρω. Αλλά είναι που δεν μπορώ. Χρειάζομαι κι άλλο αλκοόλ για να γράψω όλα όσα θέλω. Φαντάσου να έπρεπε να στα τραγουδήσω, όπως μου τραγουδούσες εσύ κάθε βράδυ, στο δυάρι μας. Φαντάσου να ήταν πάλι Αύγουστος, να μοσχοβολούσε το σπίτι από τα ίδια παρτέρια που αποδεκατίζω τώρα θλιμμένη. Φαντάσου να μύριζε η νύχτα γιασεμί κι εγώ να φιλούσα τη Μαργαρίτα μου, να έπαιζα εγώ κιθάρα κι εσύ να στόλιζες με νότες τον Λίβα.
Τώρα δε φυσάει όμως κανένας νοτιοδυτικός άνεμος. Τώρα δεν τραγουδάει κάνεις και μυρίζει μόνο καπνίλα και κλεισούρα. Τα παντζούρια είναι μόνιμα κλειστά κι θα όταν περνάω μπροστά από την κιθάρα, θα τής ρίχνω και μια κλωτσιά γιατί δε θα ακουμπήσει ξανά τα δάχτυλά σου. Τώρα η ζωή μου είναι μονότονη κι η μόνη παρουσία λουλουδιού στη ζωή μου θα είναι κάτι ξερά κλαδιά που ξεριζώθηκαν κι άρπαξαν φωτιά. Δε μυρίζουν όπως εσύ, ούτε μου γελάνε σαν το καλοκαιράκι.
Θα ρωτάω για σένα πάντα φίλους, γνωστούς και την οικογένεια. Δηλώνω υπεύθυνη για όλα όσα έγιναν, νιώθω ενοχές που δεν ήμουν μαζί σου. Κι έτσι θα εύχομαι να γυρίσεις πίσω και να με δεις αλλαγμένη, πιο συνετή, πιο ώριμη, πιο γλυκιά και συναισθηματικά διαθέσιμη. Ελπίζω έστω να με αφήσεις να ξέρω πως είσαι καλά, πως γελάς, πως το δοντάκι σου δεν πονάει πια κι αισθάνεσαι καλύτερα τώρα, πως για σένα κάθε μέρα φυσάει ο Λίβας και σε βρίσκει ανάμεσα στα σεντόνια μαζί με το πρωινό φως. Ελπίζω μόνο να μεγαλώνω μόνο εγώ σωματικά όσο μικραίνω ψυχικά. Γιατί για σένα ξέρω πως κάθε ενέργεια στη γη έχει άλλα σχέδια. Ξέρω πως η δική σου ψυχή πλάστηκε μόνο για να μεγαλώνει.