Γράφει ο Ανδρέας Αγγελόπουλος.

Από μικρός διατηρούσα μια απέχθεια στα φιλιά.
Δε θυμάμαι ακριβώς πότε άρχισα να τα σιχαίνομαι.
Αυτή η δήθεν μοιρασιά καταπιεσμένου συναισθήματος, η αναλγησία του ανθρώπου που, παρά να μιλήσει, να εκφράσει με λόγια, λέξεις, ή βρυχηθμούς τον αστείρευτο εσωτερικό του κόσμο, προτιμά να στριμώχνεται σε ένα στόμα, με μια γλώσσα βαρβάρου, ληστρική και αγενή.

Η γλώσσα της στο στόμα μου, αποτελεί, ανέκαθεν, απειλή.
Είναι ο προμαχώνας πριν τη μεγάλη σφαγή.

Τα φιλιά τα αποφεύγω όπως ο διάολος την καλή πράξη, μιας και προσωπικά τα θεωρούσα μια ανόητη υπέρβαση σε μια διαδικασία ψυχοφθόρα.
Εντελώς σιωπηλά, τα φιλιά, είναι πιο ύπουλα κι από τις κατσαρίδες που τρυπούν αθόρυβα τις χαραμάδες του σπιτιού μου και εισβάλλουν στο ιερό μου. Στα μέσα μου.

Οι περισσότεροι άνθρωποι επιβεβαιώνουν την ύπαρξη τους στη διάρκεια του φιλιού, στο πάθος που υποβόσκει, στην τρυφερότητα, στην γλυκιά ανατριχίλα, στην ηδονή και σε διάφορες άλλες τέτοιες σάχλες.
Εγώ προτιμώ τα φιλιά του αποχαιρετισμού.

Στα λιμάνια, στα αεροδρόμια, στους σταθμούς στην αγορά. Βιαστικά, κυνικά και κυρίως αποχαιρετιστήρια.

Πριν το σεξ, τα φιλιά, τα ανέχομαι. Είναι το επιδόρπιο πριν το κυρίως γεύμα.
Γνωρίζω πως οι γυναίκες δίνουν ιδιαίτερη σημασία στον τρόπο που φιλάει ένας άνδρας, αποτελεί για εκείνες ένα πρώτης τάξεως πρόσχημα, ειδικά την πρώτη φορά.

Έτσι, υποκρίνομαι τον good kisser.
Και υποκρίνομαι καλά. Δίνω ψυχή. Και γλώσσα.

Για τα διεστραμμένα φιλιά, εκείνα τα σκοτεινά γεμάτα σάλια, ούρα, εμετό, αίμα και θάνατο φιλιά τρέφω απεριόριστη εκτίμηση.
Ίσως γιατί είναι τα δίχως αύριο φιλιά, τα φιλιά του τρομαγμένου, του χαμένου, εκείνου που δεν φοβάται να ξανοιχτεί, είναι τα φιλιά που φεύγουν, αποδημούν μονάχα τους και δεν χρειάζονται συντροφιά. Μοναχικά φιλιά. Που τα κερνάς, χωρίς αντάλλαγμα. Φιλιά ροχάλα.

Αν από μικρός όμως διατηρώ μια απόσταση ασφαλείας με τα φιλιά, αυτό, δεν συνέβη στο πρώτο μου φιλί.
Όταν σαν παιδί σοφό κάπου στα δώδεκα, που τα ήξερα όλα, εμφανίστηκε μπροστά μου, για πρώτη φορά, η πρόκληση του ανοιχτού στόματος τέρατος έτοιμου να με καταβροχθίσει, υπνωτισμένος έκλεισα τα μάτια μου και υποτάχθηκα.
Εκείνη με προσπερνούσε και σε ηλικία και σε φιλιά. Ήξερε.

Και όλη η δωδεκάχρονη σοφία μου κατέρρευσε στην πύρινη υγρή γλώσσα της, σαν χάρτινος πύργος. Με φιλούσε αγκαλιαστικά.

Ξαπλωμένοι σχεδόν στους, τότε, υφασμάτινους καναπέδες καλοκαιριάτικα, της ντισκοτέκ, με τα πολύχρωμα φωτάκια και τα χαζοχαρούμενα τραγούδια, εκείνη ελαφρώς κοκκινομάλλα με φακίδες, εγώ, ένιωθα ο άρχοντας του λόφου.
Όλες οι ανησυχίες μου, το aggressiveness της νιότης μου, σίγησαν.
Τέτοιο μέλι, τέτοια γλύκα, ήμουν ο κηφήνας της ηδονής.

Περίπου ενηλικιώθηκα. Χωρίς καμιά έννοια ή άγχος να πρέπει να απλώσω τα χέρια μου πάνω της, να πιάσω μουνί βυζί ή ό,τι προεξέχει, η ανάγκη αυτή δεν είχε ακόμη γεννηθεί, χωρίς να φοράω ρολόι, ή να πρέπει να δίνω κάπου λογαριασμό, τα φιλιά της, με εκτόξευσαν στο σύμπαν.

Ποτέ δεν την ξέχασα και κυρίως κάθε φορά που φεύγω, με αεροπλάνο τραίνο ή βαπόρι και αποχαιρετώ κάποια, την θυμάμαι. Χωρίς σηκωμάρες, ε; Έτσι;