Γράφει ο Θέμης Χαριλάου.
Όσο και να το πίστευα, με έβγαζαν τρελό. Έλα, όμως, που είχαν δίκιο, τελικά. Βοηθάτε αλλήλους κι αγαπάτε κατάλληλους, λένε. Και να που λες, εθεάθη η εξαίρεση∙ όμορφη, δυναμική, εκρηκτική, με ένα βλέμμα φωτιά. Ένας επικίνδυνος συνδυασμός, που στην τελική έσκασε σαν μπαλόνι, χάθηκε στου κόσμου το πουθενά και δε γύρισε ποτέ όσο κι αν ο μαλάκας την περίμενε.
Σκέπτομαι, ενώ υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι γύρω μας, φύγαμε απ’ τα στερεότυπα της θρησκείας, της γλώσσας και του χρώματος σιγά-σιγά και μαγκιά μας, πώς είναι δυνατόν να κόλλησα σε σένα; Δεν είναι μαγικό και καταστροφικό;
Πολλά βράδια ξημερώθηκα, τσαλακώθηκα και γέλασα για να κατανοήσω το γιατί κι ακόμη δεν κατάφερα! Γουστάρω, όμως, τρελά το πάθημα-μάθημα, γιατί απ’ τα λάθη μου έμαθα για σένα και γουστάρω πιο πολύ γιατί όσο και να μη θέλω να το κατανοήσω, κατάλαβα πως δεν είχες χαραχτήρα και συναίσθημα να μου δώσεις κι όταν δεν έχει ο άλλος αγάπη να σου δώσει, τι να τον κάνεις, ρε αδελφέ;
Για κακή μου τύχη πίστευα πως ήσουν άνθρωπος ακομπλεξάριστος, που ξέρει πολύ καλά τι θέλει και πώς το θέλει, η εξαίρεση που δε μασά τα λόγια της. Πόσο ξενέρωτο, άδικο και ντεκαβλέ είναι να μάχεται ο ένας για τους δυο; Τζάμπα να χαλά ο ψυχικός σου κόσμος κι η αρμονία σου, μάγκα, δεν είναι κι ό,τι καλύτερο.
Στις μέρες που ζούμε, που μια είναι ξαστεριά και μια μπόρα, όλα κυλάνε με τόσο γρήγορους ρυθμούς παρά μόνο ένα δεν προχωρά∙ ο πόνος του έρωτα κι όλη αυτή η κάψα, τα «γιατί», που αργά και βασανιστικά εισβάλουν στα βράδια σου, στη σκέψη σου κι εσύ για άλλη μια φορά μένεις αδρανής, προσπαθώντας να βρεις παρηγοριά στο ποτό και στο τσιγάρο.
Βλέπω μια τάση αλεξιθυμίας να αναπτύσσεται στον κόσμο και με προβληματίζει. Έχω σιχαθεί που ζούμε σε μια εποχή που με τα πρώτα σκούρα τα παρατάμε. Γενικά, όλοι έτσι μάθαμε και δεν παλεύουμε πραγματικά, δεν επιμένουμε σε αυτό που θέλουμε, παρά μόνο τρωγόμαστε με το είναι μας, νομίζοντας πως με το να κλεινόμαστε στον εαυτό μας θα καταφέρουμε κάτι.
Η αισιοδοξία κι ο έρωτας απ’ τους νέους πού πήγε, μπορείς να μου εξηγήσεις; Κάποιοι από εμάς, μια εξαίρεση στη μάζα των ανθρώπων, τρελαίνονται κι αλλάζουν. Όταν ο έρωτας κυριαρχεί, το μάτι γυρίζει και γυαλίζει κι είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για τον άνθρωπο που έχουν επιλέξει.
Θυμάμαι καλά πως όταν σε πρωτόειδα είπα «ναι, με σένα δε θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα» κι όμως είδα την εξαίρεση στα μάτια σου, το πίστεψα και το επιχείρησα. Ναι, θα μου πεις η λέξη «επιχειρώ» έχει ένα ρίσκο από μόνη της, σύμφωνοι, άλλα αυτό δεν πάει να πει ότι επιτρέπεται να σπέρνουμε τον πανικό στις ψυχές των ανθρώπων.
Γι’ αυτό σου λέω, φίλε μου, τη δύναμή σου δεν την ξέρει κανείς παρά μονάχα εσύ. Γιατί σε αυτή τη ζωή κανείς δεν είδε πόσες φορές έσφιξες τα δόντια και κατάπιες το θυμό σου, κάνοντας τα «θέλω» σου «πρέπει». Πόσες φορές έκανες τον μαλακά ενώ δεν είσαι, ρε και έκρυψες τα χέρια σου στις τσέπες σου, πάλι για να μη γίνουν πουτάνα όλα. Εσύ, όμως, φίλε μου, εκεί, πιστός στις επιθυμίες σου, να ψάχνεις στον κανόνα την εξαίρεση.
Εγώ πάντως ένα ξέρω∙ μεγαλώνουμε, οι μέρες, τα χρόνια, περνάνε και δυστυχώς ή ευτυχώς παίρνει ο καθένας τον δρόμο του σιγά-σιγά και γίνονται όλα στιγμές κι αναμνήσεις. Να το θυμάσαι.
Υ.Γ. Υπάρχουν δυο ειδών άνθρωποι. Εμείς οι παρανοϊκοί ρεαλιστές, μόνιμα ερωτευμένοι, αρρωστημένοι ψυχικά κι οι υπόλοιποι που απολαμβάνουν την ευτυχία της άγνοιάς τους.