Από την Ανεμώνα.
Ξέρεις, είναι κάποια πράγματα στη ζωή που κάνουν μπαμ από μακριά. Έτσι ήμασταν κι εμείς. Όλοι έβλεπαν πόσο γλυκό ζευγάρι ήμασταν κι εμείς εθελοτυφλούσαμε και λέγαμε ότι ήμασταν απλά δυο καλοί φίλοι. Αυτό μας βόλευε να λέμε τουλάχιστον, διότι έτσι δε χρειαζόταν να έρθουμε αντιμέτωποι με τα όσα νιώθαμε ο ένας για τον άλλον.
Όπως σε κάθε ρομαντική ιστορία, όμως, έτσι και στη δική μας ήρθε η στιγμή που καταλάβαμε ότι δεν μπορούσαμε να κρυφτούμε άλλο. Δεν υπήρχε κάτι το μαγικό, ούτε το ρομαντικό. Ήμουν μουντζουρωμένη με μάσκαρες κι έκλαιγα με λυγμούς κι εσύ είχες τρελαθεί από την αγωνία και με έκλεισες στην αγκαλιά σου. Μόνο που η αγκαλιά, έγινε φιλί κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορούσαμε να αγνοήσουμε ούτε και να κατατάξουμε στη σφαίρα του φιλικού.
Καθίσαμε, λοιπόν, και πρώτος εσύ έκανες το βήμα κι ας κάνεις τώρα πως ξεχνάς. Δήλωσες λιτά κι απέριττα πως το να είμαστε μαζί δεν άλλαζε τίποτα διότι ήδη λειτουργούσαμε σαν ζευγάρι. Στα μάτια φίλων και γνωστών ήδη ήμασταν ζευγάρι. Και δεν το κρύβω ότι είχα τρελαθεί από την χαρά μου κι όλο αυτό μου φαινόταν πολύ καλό για να είναι αληθινό. Κι ήταν.
Βλέπεις, όταν αφήνεις τις άμυνές σου να πέσουν και δίνεις όλο σου το είναι ο άλλος τρομάζει. Δεν αποτελούσες εξαίρεση στον κανόνα. Θυμάμαι ακόμη το ύφος σου την πρώτη φορά που σου είπα σ’ αγαπώ. Φρίκαρες, τα ‘χασες κι έμεινες να με κοιτάς αποσβολωμένος πριν μου δώσεις ένα αμήχανο φιλί.
Πληγώθηκες πολύ στη ζωή σου, ξέρω. Αγάπησες χωρίς να αγαπηθείς κι αγαπήθηκες χωρίς να αγαπήσεις. Πάντα έτσι γραφόταν το σενάριο για σένα. Το ν’ αγαπάς και να σ’ αγαπούν δεν το έπαιξες ποτέ. Είναι άγνωστο σενάριο. Δεν ξέρεις τα λόγια. Κι όπως όλοι όσοι τρομάζουν, έτσι κι εσύ έτρεξες να κρυφτείς και να απομακρυνθείς. Τώρα μου λες ότι δεν πληρώ τις προδιαγραφές που έχεις θέσει για τη μελλοντική σου σύντροφο. Είναι πολλές οι κόκκινες ζώνες τις οποίες καταπατώ.
Όχι, δεν έχει αλλάξει κάτι άλλο. Δεν έχω αλλάξει σαν άνθρωπος, δεν έχω παραβιάσει την ιδιωτικότητά σου, ούτε το χρόνο σου. Απλά τώρα ξέρεις ότι σε αγαπώ. Κι αυτό σε φοβίζει. Γιατί βαδίζεις σε μονοπάτια άγνωστα. Δεν ξέρεις πώς να χειριστείς μια αγάπη που την αγαπάς κι εσύ.
Δε μου το έχεις πει ποτέ πως μ’ αγαπάς κι όμως το λες κάθε φορά που θα με κοιτάξεις και θα μου πεις πως όλα θα πάνε καλά και κάθε φορά που θα με αναζητήσεις μέσα στον ύπνο σου για να με φιλήσεις και να με πάρεις αγκαλιά. Σε άκουσα άπειρες φορές να ψιθυρίζεις τ’ όνομά μου και να λες «κι εγώ». Είναι κι ο θαυμασμός στο βλέμμα σου κάθε που ξυπνάω και κάθε που με βλέπεις έτοιμη για έξοδο.
Θες να φύγεις για να έχεις την όμορφη ανάμνηση μιας αναλλοίωτης αγάπης που δεν την κατέστρεψαν οι καβγάδες και τα ζόρια. Θες να φύγεις μην τυχόν δοθείς και την πατήσεις. Κι αφήνεις εμένα που την πάτησα να κοιτώ σαν χαζεμένο. Αν δεν τα καταφέρουμε εμείς, τότε ποιος; Μαζί δε βγήκαμε από το βούρκο στο οποίο είχαμε πέσει για διαφορετικούς λόγους ο καθένας; Τραβούσες το σκοινί και με ανέβαζες κι όταν κουραζόσουν συνέχιζα να μας ανεβάζω εγώ. Μέχρι που είδαμε τον ήλιο και τα όμορφα της ζωής. Μας το χρωστούσε, είχες πει. Μας χρωστούσε μερικές στιγμές ευτυχίας.
Ο ένας στον άλλο βρήκαμε αυτή την ευτυχία. Και τώρα τρομάζεις. Ξέρεις πως δε σε χρειάζομαι στη ζωή μου, απλά σε θέλω σε αυτήν. Αλλά εσύ έχεις μάθει είτε να εξαρτάσαι από τη σχέση σου, είτε η σχέση σου να εξαρτάται από’ σένα και νομίζεις πως δεν έχεις τίποτα να μου προσφέρεις.
Αυτό δεν είναι η αγάπη στην τελική; Να θες τον άλλον για το τίποτα, απλά επειδή απολαμβάνεις την ύπαρξή του στη ζωή σου. Αυτό που φοβάσαι να νιώσεις, αυτό είναι που θα σε λυτρώσει, φτάνει να το αφήσεις. Μη φεύγεις, λοιπόν. Μείνε να δούμε μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε με την αγάπη μας. Αγάπησέ με επειδή σ’ αγαπώ κι αυτό μου είναι αρκετό.