Καμία άλλη δε θέλω. Κατάλαβέ το επιτέλους να τελειώνουμε.
Βαρέθηκα να το παίζω άντρας πολλά βαρύς.
Να γυρνάω τα βράδια και να το παίζω γκόμενος. Να κάνω check in σε κωλόμπαρα γεμάτα γκόμενες φωτοτυπίες μπας και το δεις και σκάσεις από τη ζήλια σου και φιλοτιμηθείς να εμφανιστείς.
Πού πήγες και κρύφτηκες, γαμώτο; Πουθενά δεν είσαι. Δεν χτυπάς πια το κουδούνι, δεν παίρνεις ένα τηλέφωνο, δεν γκρινιάζεις που βλέπω μπάλα και που δεν έχω χρόνο να σε δω.
Έχω και χρόνο κι ό,τι θες εσύ έχω. Για σένα τα έχω όλα. Τώρα που θέλω να στα δώσω πήγες κι έφυγες. Δεν άντεχες, βλέπεις. Κι εγώ ο μαλάκας νόμιζα πως θα είσαι πάντα εκεί. Εκεί να υπομένεις και να περιμένεις. Δεδομένη σε είχα. Καβάτζα για όλες τις ώρες που ήξερα πως κανείς δε θα μπορούσε να ανεχτεί τη συμπεριφορά μου.
Εσύ με καλόμαθες. Εσύ με αγκάλιασες. Κι εγώ ήμουν τόσο ηλίθιος που ποτέ δεν κατάλαβα πως ο χρόνος που θα έμενες θα ήταν περιορισμένος. Τα «σιγουράκια» λες θα μείνουν για πάντα. Βαριέσαι και να τα κοιτάς καμιά φορά. Νομίζεις τα ξέρεις απ’ έξω κι ανακατωτά. Καμία έκπληξη. Καμία έξαψη.
Κι όμως, ήρθε η μέρα που γύρισα και δεν ήσουν εκεί. Εσύ η πάντα αδύναμη στα μάτια μου, βρήκες τη δύναμη να φύγεις. Δεν το πίστεψα. Παραμυθάκια της Χαλιμάς και τακτικές έφηβης για να με ψήσει, σκέφτηκα. Έκανα τον αδιάφορο και τον καμπόσο για να δεις πως δεν πιάνουν σε μένα τέτοιες συμπεριφορές. Άφησα το χρόνο να περάσει για να σε δω να γυρνάς μετανιωμένη.
Σίγουρη την είχα την επιστροφή σου. Αν ήθελες παιχνιδάκια, θα σου έδειχνα εγώ ποιος ξέρει να παίζει καλύτερα. Θα τα έφερνα έτσι που και συγγνώμη θα ζητούσες που τόλμησες να μου γυρίσεις την πλάτη. Ήξερα να διαβάζω τις αντιδράσεις του αντιπάλου. Δεν ήμουν κάνας χθεσινός εγώ. Τώρα που θα γυρνούσες θα έβλεπες.
Η υπερβολική σιγουριά μου με έφαγε. Άφησα τον καιρό να περάσει κι εσύ ακόμη να φανείς. Εξαφανισμένη και σιωπηλή. Ούτε τσακωμοί, ούτε μεγάλες δηλώσεις. Ησυχία κι αποχή. Δεν παίρνεις πια να με ξυπνήσεις, δε στραβομουτσουνιάζεις που χάνομαι, δε ζητάς να βρεθούμε. Πάνε οι βόλτες, οι γκριμάτσες και τα τριψίματα γάτας στο λαιμό μου.
Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Ούτε μηνύματα, ούτε τηλέφωνα.
Κι εγώ δεν ξέρω από αυτά. Δεν ξέρω πώς να σε φέρω πίσω. Ποτέ δε χρειάστηκε να μάθω. Όλες γυρνούσαν. Μόνο εσύ φέρεσαι διαφορετικά. Εσύ, η απρόβλεπτη. Έκανες το κεφάλι μου μπουρδέλο και τον εγωισμό μου στάχτη. Δεν ξέρω εγώ από αυτά. Ποτέ δεν ήμουνα καλός στα λόγια. Ούτε και στις πράξεις απ’ ό,τι φάνηκε.
Εγώ φταίω που έφυγες. Εγώ φταίω και που δε γυρνάς. Θα ήθελα όμως να το ξέρεις. Έμαθα τα λάθη μου, έμαθα απ’ τα λάθη μου. Αυτά μου στερούν εσένα. Αυτά με αφήνουν μόνο μου συνεχώς. Εξαιτίας τους έχασα πολλά. Εξαιτίας τους χάνω εσένα. Εσένα που τόλμησες να μη συμβιβαστείς με κάτι που δε σου άξιζε, με κάτι λιγότερό σου.
Και ήταν αυτή σου η φυγή το πιο γερό χαστούκι που μου έδωσε άνθρωπος. Και ήταν η σιωπή σου όσα έπρεπε να έχω ακούσει από καιρό. Τώρα έμαθα. Τώρα Άλλαξα. Αλλά ίσως τώρα να είναι αργά.
Κι ίσως εσύ ποτέ να μη μάθεις πόσο λείπεις από δίπλα μου.