Γράφει η Ελβίρα. 

 

Αυτή είναι μια ιστορία για μια κοπέλα που εξακολουθούσε να πιστεύει στην καρδιά των ανθρώπων γύρω της. Και πιο συγκεκριμένα στη φιλία. Κι υπάρχουν φιλίες που σε πονάνε όσο τίποτε άλλο γιατί σε κάποιους ανθρώπους δώσαμε τις αλήθειες μας στο πιάτο και μετά, για κάποιο λόγο, έγινε χίλια κομμάτια.

Δεν ήμασταν ποτέ ίδιες. Εσύ ήσουν στην αρχή η πιο δυνατή από τις δυο μας. Και λέω στην αρχή, γιατί στο τέλος υπήρξαν ανατροπές στο 90΄. Σε θαύμαζα από τη πρώτη στιγμή και κάπου στην πορεία, χάρη σε σένα μπήκε μια τάξη στο χάος μέσα μου. Ξέρεις, δεν ήταν όλα ρόδινα για μένα. Μα δεν σε ένοιαζε. Κι αυτό με έκανε να σ’αγαπήσω όλο και πιο πολύ. Κι ας λένε πως σήμερα δεν υπάρχουν πραγματικοί φίλοι.

Δεν κατάφερες, όμως, να με μάθεις ποτέ. Ψέμα ήταν αυτά που έβλεπα. Γιατί αν με ήξερες, αν πραγματικά με καταλάβαινες δε θα ήσουν το τελευταίο μαχαίρι που έφαγα.

Η ζωή με ανάγκασε να τραβήξω μια διαφορετική πορεία. Κι όταν τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο γύρω μου, ήρθες ξανά στη ζωή μου. Κι ήσουν το άτομό μου. Γιατί μόνο εσύ είχες όλες τις αλήθειες μου. Σε πίστεψα όταν είπες πως ό,τι κι αν γίνει δε θα ξαναφύγεις. Μα στις πρώτες γκρίζες μέρες κουράστηκες κι εγώ γύρισα στη μοναξιά μου. Όμως αυτή τη φορά επέλεξα να φέρω τον κόσμο ανάποδα, με σένα να μη δίνεις σημασία. Κι έμεινα, ξέρεις, με την απορία, πώς γίνεται να δίνεις ό,τι έχεις και κάποιος απλά, να αδιαφορεί;

Δεν ήσουν πουθενά. Δε νοιάστηκες πώς με βρίσκουν τα βράδια κι οι μέρες που περνούν αδιάφορα. Βλέπεις εγώ δεν είχα θέση με τη μιζέρια μου στην υπέροχη ζωή σου. Χάρηκα πραγματικά όταν οι νέες σου παρέες ήταν αυτό που έψαχνες. Κοινωνικές υποχρεώσεις, ίδια ενδιαφέροντα, αδιάφορες κουτσομπολίστικες συζητήσεις. Γιατί δεν θες κανένας να δει τον πραγματικό σου εαυτό. Αυτόν που μου έδωσες απλόχερα και σάστισα.

Δε θέλω να πιστέψω ότι είχες κακία μέσα σου. Προσπάθησα απλά να κρατήσω το τελευταίο κομμάτι αυτού του παρελθόντος που έμεινε πίσω. Κι αυτό ήσουν εσύ.

Πίστεψα πως εμείς θα βρίσκαμε έναν τρόπο. Πως θα τα καταφέρναμε. Μα ξέρεις, κουράστηκα. Και μεταξύ μας, δε γουστάρω πια τα καπρίτσια σου. Γιατί δεν ήταν η πρώτη φορά που στα δύσκολα ήσουν απέναντι. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ενοχλήθηκε η ζαχαρένια σου. Μα τώρα, αγαπημένη μου φίλη, το τέλος ήρθε. Και να ξέρεις πως θα σου λείψω περισσότερο από το κάθε τι• μα δε θα με ξαναδείς ποτέ. Θα σου λείπει η προτεραιότητα που δε δίσταζα να δώσω κάθε φορά που συννέφιαζες.

Είναι πραγματικά για να τρελαίνεσαι που η ζωή σου παίρνει ό,τι αγάπησες. Κι ας αλλάξαμε μαζί μεγαλώνοντας, κι ας κλάψαμε και γελάσαμε, εμένα που σ’ αγάπησα περισσότερο από σένα δεν έπρεπε να μου φερθείς τόσο σκάρτα.

Πραγματικά λυπάμαι, όχι που τελείωσε, μα που είσαι ανίκανη να συγχωρέσεις και να φανείς αντράκι σ’ αυτόν που σε χρειάστηκε και σ’ αγάπησε τόσο πολύ. Γιατί εγώ θα ήμουν πάντα εκεί. Μα κουράστηκα. Δεν με νοιάζει πλέον αν πέρασαν μέρες και δεν έμαθα πώς περνάς. Καιρός να νιώσεις κι εσύ πόσο ανέντιμα άσχημο είναι να μην υπάρχει πια καμιά αγνή καρδιά γύρω σου.

 

Υ.Γ: Πλέον δε χρωστάω σε κανέναν τη ζωή που έχτισα με τα δυο γυμνά μου χέρια. Ξοφλήσαμε.

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου