Γράφει η Άννα.
Xτες σε είδα πάλι. Ήρθες στον ύπνο μου όπως έκανες κι άλλα βράδια. Αυτή τη φορά όμως έμεινες. Αυτή τη φορά δεν ήσουνα ένας απλός, φευγαλέος παρατηρητής. Αυτή τη φορά ήταν λες και σε ζούσα στ’ αλήθεια, λες κι όντως υπήρχεw, λες κι όντως μπορούσα να σε κοιτάξω για κάτι περισσότερο από 2-3 δευτερόλεπτα προτού χαθείς από τις πλάνες του ονείρου μου. Σαν και το μυαλό μου να αναγνώρισε το πόσο πολύ σε ποθούσα και πάγωσε την εικόνα ώστε να την απολαύσω απρόσκοπτα.
Μπόρεσα να περιεργαστώ το πρόσωπό σου, ναι τα κατάφερα. Κι εσύ μου χαμογελούσες διαρκώς, μ’ αυτά τα σαγηνευτικά χείλη που δεν έβλεπα τη στιγμή που θα άγγιζαν τα δικά μου. Μπόρεσα να θαυμάσω το διαπεραστικό, σπιρτόζο κι αυστηρό σου βλέμμα, που όμως περίτεχνα έκρυβε μέσα και μια παιδικότητα, μια ευαισθησία. Μπόρεσα να σε αγγίξω, αργά, με δυσπιστία κι ένα φόβο παράλληλα, σαν κάποιον που προσεγγίζει προσεκτικά κάτι που λαχταρά μη τυχόν και το τρομάξει και φύγει μακριά του, μη τυχόν και με το πιο μικρό κι ελαφρύ άγγιγμα αυτό θα εξαφανιστεί.
Δεν εξαφανίστηκες αυτή τη φορά. Όχι. Προς δική μου μεγάλη έκπληξη ανταπέδωσες την κίνησή μου, απάντησες σ’ αυτό που ένιωθα, του έδωσες υπόσταση. Σε βρήκα στο σαλόνι του σπιτιού μου, καθόσουν στη δική μου θέση. Απλοϊκός και θελκτικός ταυτόχρονα, έτσι όπως σε είχα αντικρίσει την πρώτη φορά. Έμεινες αρχικά να με σκανάρεις με εκείνο το χαρακτηριστικό σου χαμόγελο που έκανε ολόκληρό σου το πρόσωπο να φωτίζεται και που τόσο έντονα χαράχτηκε στο μυαλό μου κι ας το έχω δει μονάχα λίγες φορές. Και το μέσα μου αναθάρρησε, ενώ η αμηχανία που με κατέκλυσε ήταν έκδηλη, κάτι που μου επιβεβαίωσαν και οι έντονες καμπύλες που σχηματίστηκαν γύρω από τα μάτια και το στόμα σου. Πήγα να κάνω ένα βήμα πίσω, πήγα να φύγω μα μου ήταν αδύνατο. Είχα παγώσει, σαν τα θύματα της μέδουσας στην αρχαία μυθολογία, είχα μείνει εκεί ακίνητη, πετρωμένη και μαγεμένη μπροστά στη δική σου όψη.
Κι έπειτα πήρες το χέρι μου και με κάλεσες να καθίσω δίπλα σου, με πήρες αγκαλιά. Τόσο απλό, τόσο ταπεινό. Ήταν αυτή η αγκαλιά που με έκανε να πιστέψω πως αυτό συμβαίνει, το ζω στ’ αλήθεια, πως αναγνωρίζεις την ύπαρξή μου, αναγνωρίζεις τα αισθήματά μου, αναγνωρίζεις εμένα την ίδια. Ήταν ο τρόπος σου να μου πεις πως είναι εντάξει, πως είναι ώρα να διώξω κάθε σπιθαμή αμφιβολίας και φόβου και να σταθώ μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα, αυτήν που ταυτιζόταν με τα θέλω μου.
Στα μάτια ενός τρίτου ίσως ακουστώ αφελής, είναι όμως επειδή δεν ξέρει τη λαχτάρα μου, δε νιώθει τον πόνο μου, δεν αισθάνεται την προσμονή μου. Πώς είναι να αγαπάς, -να αγαπάς ναι, διόλου επιπόλαια δε γίνεται η χρήση της λέξης αυτής- έναν άνθρωπο που δεν έχεις γνωρίσει ποτέ ουσιαστικά, παρά μόνο τον συνάντησες μονάχα 2 φορές όλες κι όλες. Έναν άνθρωπο με τον οποίο παρ’ όλα αυτά μοιράστηκες πράγματα με το δικό σας τρόπο σε ένα μοίρασμα αμφίδρομο.
Μείναμε εκεί αγκαλιασμένοι για αρκετή ώρα. Τόση που έμοιαζε με αιωνιότητα. Μιλούσαμε, αλλά μη με ρωτήσεις να σου πω τι λέγαμε, δε θυμάμαι. Αμφιβάλλω αν έδωσα καν την απαραίτητη προσοχή εκείνες τις στιγμές. Μου αρκούσε που βρισκόμουν εκεί, μαζί σου. Όλα τα άλλα έμοιαζαν τόσο δευτερεύοντα, τόσο μικρά κι ασήμαντα. Σε κάποια φάση πορευτήκαμε προς το υπνοδωμάτιο. Ξεκίνησες να με φιλάς, αργά, αισθησιακά κι απαλά. Ένιωθα την ανάσα σου τόσο κοντά μου, να βαραίνει σε κάθε σου χάδι και φιλί κι ολόκληρό μου το κορμί να παραλύει και να ανατριχιάζει. Κάθε χιλιοστό του κορμιού μου, του μυαλού μου, της ψυχής μου σε ποθούσε τόσο μα τόσο βασανιστικά. Τώρα ήταν η δική σου σειρά να μείνεις εκεί παγωμένος να με κοιτάζεις και να με αγγίζεις με περίσσεια προσοχή. Οι έντονες, παθιασμένες εναλλαγές της συμπεριφοράς και των κινήσεών σου, με έκαναν να αδημονώ ακόμα πιο πολύ για την ώρα που θα με έκανες δικιά σου. Κτητικό; Κλισέ; Πες το όπως θες, για εκείνες τις στιγμές έτσι το ένιωθα. Γιατί για εκείνες τις στιγμές ήθελα και ήμουν ολόδική σου.
Ξέρεις, έμοιαζε τόσο ζωντανό, τόσο αληθινό που θα ορκιζόμουν πως πράγματι το είχα ζήσει. Δε σου κρύβω πως διερωτήθηκα, γιατί να μην είναι κι αυτό μια άλλη πραγματικότητα; Απλά σε μια διαφορετική διάσταση, ένα άλλο επίπεδο που ίσως να μην μπορούμε ακόμη να αντιληφθούμε πλήρως. Γιατί στο τέλος της μέρας αυτά που ζούμε τι είναι; Δεν είναι γεγονότα κι εμπειρίες που αναπόφευκτα γίνονται παρελθοντικά και καταλήγουν να είναι μια ωραία ανάμνηση; Μια ωραία ανάμνηση που, όμως, ήταν γεμάτη από έντονα συναισθήματα και εικόνες. Κι οι εικόνες που βίωσε το μυαλό μου, τα ερεθίσματα που πήρε, ήταν αληθινά. Για να τα ζει το σώμα μου, να αντιδρά σ’ αυτά, ακόμη κι αν εγώ κοιμόμουν, σημαίνει πως υπήρχαν. Υπήρξες. Υπήρξαμε, εγώ κι εσύ μαζί. Υπήρξε αυτός ο έρωτας που εκπληρώθηκε κι ολοκληρώθηκε κι ας ήταν και σε μια άλλη διάσταση.