Γράφει η Χριστίνα Ανδρέου.
«Ήθελα να ‘ξερα πού χάνεσαι κάθε φορά που τσακωνόμαστε. Να ‘ξερα μόνο πού πηγαίνεις.»
Κάθε καβγάς η ίδια κατάληξη τον τελευταίο καιρό.
Εγώ, να φεύγω κι εκείνος να φωνάζει για την τελευταία κουβέντα που δεν πρόλαβε ακόμα να πει κι εγώ να έχω ήδη κλείσει την πόρτα πίσω μου.
Άλλος ένας καβγάς. Άλλος ένας σωρός από λέξεις κακώς ειπωμένες και από σιωπές που θάφτηκαν. Κάθε θαμμένη σιωπή και μια ανάσα που δεν παίρνω. Κάθε καβγάς και μια ακόμα δυσφορία.
Κι εγώ να πατάω γκάζι και να κάνω άλλη μια φορά την ίδια διαδρομή. Να στέκομαι εκεί, στο καταφύγιό μου. Στο σημείο μηδέν, δανεικό από έναν έρωτα φευγάτο και περαστικό που μπήκε και βγήκε από τη ζωή μου μέσα σε μερικούς μήνες.
Ένα μέρος ξεχασμένο από τους θεούς, ψηλά να βλέπει την θάλασσα να απλώνεται κι οι άνθρωποι μικρές κουκκίδες.
Λίγες στιγμές και πολλές ανάσες μετά, τα δάκρυα φεύγουν από μόνα τους. Κυλάνε αυτά, καμία προσπάθεια να τα συγκρατήσω εγώ. Κι ώσπου να βρω τη γαλήνη μου, ήχος μηχανής.
Χαμογελάω ειρωνικά και επικαλούμαι τον Murfy που παίζει με την μοίρα μου ακόμα μια φορά.
Τον ξέρω αυτόν τον ήχο. Δεν χρειάζεται να γυρίσω να κοιτάξω. Εκείνος είναι, ο πρώτος έρωτας ο περαστικός και ο φευγάτος που πέρασε και άφησε όλα τα σημάδια του πάνω μου.
«Νόμιζα πως δεν θυμόμουνα το δρόμο.»
«Τον βρήκα τυχαία.»
Δεν γυρνάω να τον δω. Σκανάρω για λίγο την εικόνα μου. Φόρμα, πιασμένα μαλλιά ψηλά, μάτια κλαμένα, οκ νίκησε!
«Από ποιον κρύβεσαι πάλι;»
«Από κανέναν. Ήθελα απλά να δω την πόλη από ψηλά.»
«Έλα, πες μου. Ποιόν άμοιρο άνθρωπο βασανίζεις πάλι;»
Και σαν να με χτύπησε κεραυνός, γυρνάω κι αρχίζω να του εκτοξεύω λέξεις.
Λέξεις θυμωμένες, με το «εγώ» να έχει τον πρώτο λόγο.
Κι εκείνος χαμογελάει. Το θυμάμαι αυτό το χαμόγελό του. Κάθε φορά που ήξερε πως θα θύμωνα, πιο πολύ από πριν, είχε αυτό ακριβώς το χαμόγελο. Κάθε φορά που ήξερε πως θα με πονέσει.
«Κοριτσάκι, γιατί τον βασανίζεις τον άνθρωπο. Αφού σου έχει τελειώσει. Όταν είσαι ερωτευμένη, έστω όταν θες τον άλλο, ξέρουμε καλά κι οι δυο πως η κατάληξη ενός έντονου καβγά, είναι ένα εντονότερο πήδημα. Όταν φεύγεις, σημαίνει πως έχεις τελειώσει αλλά δεν αφήνεις ούτε τον εγωισμό, ούτε την ψωροπερηφάνια σου στην άκρη για να το παραδεχτείς.»
Σουρουπώνει και τα φώτα κάνουν τα πάντα πιο ήρεμα και πιο σκοτεινά.
«Μην βασανίζεις τους ανθρώπους. Ζεις με μια βαλίτσα έτοιμη στην άκρη του δωματίου σου, δήθεν για ώρα ανάγκης και έχεις πάντα την τσάντα σου δίπλα στην πόρτα. Το αυτοκίνητό σου έχει πάντα βενζίνη κι όλα αυτά τα βαφτίζεις ψυχαναγκασμούς για να σε αφήνουμε ήσυχη.
Δεν δένεσαι με τους ανθρώπους, γιατί δεν σου αρέσουν οι ρίζες. Δεν έχεις ρίζες πουθενά. Ερωτεύεσαι για λίγο όχι τους ανθρώπους αλλά τον έρωτα, την διαδικασία και μετά από λίγο βαριέσαι. Και για να καλύψεις το πόσο βαριέσαι αρχίζεις και γίνεσαι απαραίτητη στον άλλο. Μπαίνεις στην ζωή του, στην καθημερινότητά του, την φτιάχνεις στα μέτρα σου κι εκείνος σε εμπιστεύεται και σε αφήνει. Δεν ξέρει όμως. Και μόλις βαρεθείς κι αυτό το ρόλο, σου φταίνε όλα. Κι όσο πιο ανεκτικός είναι ο άλλος, τόσο πιο απαράδεκτη γίνεσαι εσύ.»
Γυρνάω και τον κοιτάω. Δεν έχει μέσα του κακία. Δεν ψάχνει να εκδικηθεί μέσα από τις λέξεις. Είναι ήρεμος σαν να έχει προβάρει αυτό το μονόπρακτο τόσες φορές που το έχει μάθει απ’έξω, μόνο και μόνο για να το έχει έτοιμο για την στιγμή που η μοίρα θα μας φέρει απέναντι τον ένα από τον άλλο.
«Το ξέρεις καλά πως δεν ερωτεύτηκες ποτέ κανέναν. Είσαι ανάπηρη να ερωτευτείς. Ερωτεύεσαι το μπακάλη, το μανάβη, τον σερβιτόρο, μέχρι που βαριέσαι.»
Σιωπή. Κι από τους δυο η ίδια σιωπή. Μπαίνω στην αγκαλιά του και νιώθω στον λαιμό μου τις ανάσες μου. Μπορεί να μην τον βλέπω, αλλά νιώθω τις λέξεις του μια μια.
«Ναι, αλλά από εμάς, έφυγες εσύ», του λέω ψιθυριστά
«Ναι, εγώ έφυγα.»
«Γιατί;»
«Γιατί άλλαξες θέση στην βαλίτσα, την έβαλες κάτω από το κρεβάτι, την σκέπασες. Και οι καβγάδες αραίωσαν και δεν είχες πια την ανάγκη να λες την τελευταία κουβέντα. Όταν ο καβγάς δεν έχει την τελευταία λέξη σου και δεν τελειώνει πάνω στο κρεβάτι, έχεις ήδη φύγει. Εγώ απλά σου έδειξα την πόρτα τότε.»
Δεν αλλάξαμε άλλη κουβέντα. Ούτε ματιά, ούτε φιλί. Ένα σφίξιμο ανεπαίσθητο πριν ξεκουμπώσει η αγκαλιά. Έφυγα πρώτη. Άλλωστε καταφύγιο δανεικό ήταν.
Είχα ξεχάσει πόση ώρα έλειπα. Δεν είχα όρεξη να σκεφτώ τίποτα, να πω τίποτα, να δικαιολογήσω τίποτα.
Πήρα την βαλίτσα, την από καιρό έτοιμη βαλίτσα στην άκρη του δωματίου, έκλεισα την πόρτα πίσω μου κι έφυγα.
Ζωή χωρίς ρίζες, ελεύθερη και μόνη.