Γράφει η Φανή
Πάει ένας χρόνος τώρα που τραβιόμαστε. Στην αρχή ήμουν το κοριτσάκι σου. Ακόμα θυμάμαι εκείνα τα γλυκόλογα και το πόσο μοναδικά σε έκανα υποτίθεται να νιώθεις. Είχα αρχίσει να δένομαι κι εσύ να κρατάς αποστάσεις. Λες και δεν ήθελες να γίνουμε ένα εμείς οι δυο παρά μόνο στο κρεβάτι, λες και για τον κόσμο έπρεπε να το παίζουμε κάτι ανάμεσα σε γνωστοί και φιλαράκια για να μην καταλάβουν πως τις νύχτες ιδρώνουμε μαζί τα σεντόνια μας.
Όταν γνωριστήκαμε δε γνώρισα εσένα. Γνώρισα έναν τύπο που θα έκανε τα πάντα, που θα χρησιμοποιούσε θεμιτά και αθέμιτα μέσα για να πάρει αυτό που ήθελε. Μόνο που μου ‘χες δώσει να καταλάβω πως ήθελες το πακέτο ολόκληρο κι όχι ένα μέρος του, εκείνο που σου πρόσφερε στιγμές ικανοποίησης. Δεν ξέρω γιατί επέλεξες το τόσο παραμύθι, γιατί έπρεπε να τάξεις λαγούς και πετραχήλια για εκείνες τις λίγες ώρες που θα κάναμε καλό κρεβάτι. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί ήθελες να μου δημιουργήσεις προσδοκίες, να με κάνεις να μας φανταστώ μαζί, να μου μιλήσεις για το κοινό μας μέλλον, για όσα ονειρευόσουν πλάι μου. Σου ήταν τόσο δύσκολο να ξεκαθαρίσεις τα πράγματα απ’ την αρχή; Να κάνεις τις προθέσεις σου γνωστές και μετά να μου ρίξεις το μπαλάκι ν’ αποφασίσω;
Αν έλεγες «χαίρω πολύ, είμαι ο τάδε, κι από σένα θέλω να περάσουμε καλά, να πιούμε δυο τρία ποτάκια, να πάμε τις βόλτες μας, να καταλήξουμε το βράδυ στο κρεβάτι», πίστεψέ με θα σ’ εκτιμούσα περισσότερο. Και θα το είχες αυτό που ήθελες, γιατί καθόλου δε θα με είχες προσβάλει αν μου έλεγες ξεκάθαρα πως σε φτιάχνω και θες να το ζήσουμε. Χωρίς λόγια περιττά και φαμφάρες, υποσχέσεις που δεν κατάφερες να εκπληρώσεις και που σε έριχναν καθημερινά στα μάτια μου.
Δεν κρυβόταν η ένταση ανάμεσά μας κι ο ερωτισμός. Γιατί λοιπόν να μην μπορούσαμε να εκτονωθούμε χωρίς κοροϊδία; Κι ας ήταν για μια βδομάδα, για ένα μήνα, για ένα εξάμηνο. Δε θα χρειαζόμασταν ταμπέλα, θα αρκούσε να τα ‘χουμε συμφωνήσει εμείς οι δυο πως περνάμε καλά κι αυτό μας αρκεί. Θα έλειπαν οι λοιπές ψεύτικες εκδηλώσεις λατρείας και τα μόνο χάδια θα ‘ταν εκείνα που η στιγμή έφερνε στην επιφάνεια αβίαστα, κι όχι τα άλλα, της υποχρέωσης, που πρέπει να γίνεις κομματάκι εκδηλωτικός παραπάνω για να μην αφήσεις τον άλλο στην αμφιβολία και γεμάτο δεύτερες σκέψεις.
Θα περνούσαμε το ίδιο καλά -ίσως και καλύτερα- με μια συμφωνία ενηλίκων πως οι πιο προσωπικές στιγμές μας ήταν εκείνες που ικανοποιούσαν και τους δύο. Θα γλιτώναμε λόγια περιττά, ώρες σκέψης, αμηχανία στιγμής. Θα το ‘χαμε λύσει το θεματάκι μας και θα ‘μενε μόνο η ευχαρίστηση που θ’ αντλούσαμε κι οι δύο από την όλη ιστορία. Κι αν κάποιος ήθελε κάτι άλλο, αν τα δεδομένα άλλαζαν, εκεί θα ήμασταν πάλι ν’ αναθεωρήσουμε και να βρούμε την κατάλληλη λύση, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να ξεκόψουμε το μεταξύ μας νταλαβέρι.
Γιατί λοιπόν δε μ’ εμπιστεύτηκες; Νόμιζες πως το να σε φτιάχνω αλλά ως εκεί θα μ’ είχε κάνει να τα πάρω μαζί σου και να μη σου ξαναμιλήσω; Περισσότερο τίμιο θα ήτανε απ’ το να περιμένω πράγματα που εξαρχής δε σκόπευες να δώσεις. Ένα χρόνο μετά, τώρα που πια σε ξέρω, που έχουν πέσει οι μάσκες μας, προτιμώ να το λήξουμε.
Ίσως ο επόμενος να ‘χει το θάρρος να πει «σε περιμένω σπίτι μου στις 10», αν αυτό ακριβώς θέλει κι εννοεί. Χωρίς υπεκφυγές, χωρίς πλατειασμούς, χωρίς να πουλήσει υποσχέσεις για σχέση. Κι η ειλικρινεία του, ειδικά αν τη φάση εκείνη μια σχέση δεν είναι προτεραιότητά μου, να ‘σαι σίγουρος πως εκτιμηθεί.