Γράφει η Νίνα.
Όσα μένουν ακόμα να σου πω, θα σου τα γράψω. Πώς τολμάω ακόμα, ε; Τόσο καιρό μετά να ταράζω την ηρεμία του μυαλού σου. Ήσυχες θάλασσες οι σκέψεις σου. Λιμάνι η μοναξιά σου. Κι ο καπετάνιος, ναυαγός, σ’ ένα ξερονήσι, σ’ εκείνο των απωθημένων ερώτων. Κι αφού υπάρχουν τόσοι πολλοί τέτοιοι εσύ, πες μου, γιατί αισθάνεσαι τα βράδια μόνος; Θέλω να μάθω αν κάνετε παρέα τα βράδια οι ναυαγοί, αν ανάβετε φωτιές, αν τις σβήνει η παραλία των δακρύων. Αλήθεια, δε νοσταλγείτε όσα ταξίδια αρνηθήκατε;
Ήρθα για να μάθω, γιατί κλαις σιωπηρά, γιατί ποτέ δε μου λες τίποτα. Όπως απόψε. Γιατί μελαγχολείς απόψε; Μήπως τάχα με νοστάλγησες; Ή μήπως, τάχα, με ξέχασες; Εγώ φταίω που κλαις, μιας και σου θυμίζω πως υπάρχω, πάντα υπάρχω, ή φταις εσύ που, ποτέ, δε με διαγράφεις; Τα δάκρυα σου βουβά, μα τα νιώθω καυτά κι αλμύρα να κυλούν στα μάγουλα σου, να πέφτουν στην άμμο και να χάνονται. Τη μια στιγμή να την κάνουν υγρή και την αμέσως επόμενη, ξερή. Τόσο ξερή όσο η καρδιά σου. Πες μου λοιπόν, προς τι τα δάκρυα; Απελευθέρωση νιώθεις απόψε ή απελπισία, που ήρθα, κάτι, καινούριο να σου πω;
Θέλεις να μάθεις, μου γνέφεις. Είσαι όμως σίγουρος πως θα το αντέξεις; Σε προειδοποιώ, θα χάσεις την ασπίδα σου. Σου μένει κάτι άλλο; Εμένα μ’ έχεις χάσει. Από τις δύο μας, εσύ διάλεξες εκείνη. Αξεπέραστο θηλυκό η ασπίδα και πως να το νικήσω. Τώρα πια ξέρω, σ’ έχω μάθει, εσύ είσαι καταδικασμένος να αντέχεις. Έτσι είναι καλύτερα, το έχεις αποφασίσει, χρόνια τώρα γι’ αυτό και δεν τ’ αλλάζεις. Από όλα όσα μπορείς να κάνεις, εσύ επιλέγεις να είσαι καταδικασμένος, να ‘σαι, όπως το λένε οι αδαείς, δυνατός! Δε θες να λυγίζεις. Δε θες να ζητάς βοήθεια, δε θες να μοιράζεσαι. Όχι μ’ εμένα, όχι πια.
Όμως τώρα θα σου πω πως πάει την έχασες κι αυτή, γιατί ξέρω καλά τι σημαίνω, τι είμαι για εσένα. Όσα αρνείσαι να μου δείξεις, τα γνωρίζω ένα προς ένα. Σε έμαθα. Πέρασα να σου το πω, για να βεβαιωθείς ότι είμαι ο άνθρωπος που πίστευες πως ήμουν όταν μ’ είχες αγκαλιά σου, τότε που ήσουν ήρεμος δίπλα μου. Ήρεμος κι ευτυχισμένος. Πέρασα για να σου το κάνω δύσκολο, όσο γίνεται πιο δύσκολο, μιας κι εσύ το έχεις φτάσει ήδη στο ζενίθ του, στην κορύφωση, στο τέρμα. Τέρμα έγραψα; Δε μ’ αρέσει να χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη όταν σκέφτομαι εσένα. Ας είναι. Απόψε θα κάνω την υπέρβαση κι εγώ.
Πού είχα μείνει; Στο τι είμαι για ‘σένα. Η πιο αγαπημένη μυρωδιά σου το άρωμά μου. Το πιο ταιριαστό κορμί σου το δικό μου. Το χαμόγελό μου μια όαση, ειδικά όταν δημιουργείται από σένα. Ένα καταφύγιο η αγκαλιά μου. Η φωνή μου ένα κάλεσμα μαγικό. Μάγισσα με αποκαλείς κι ας είμαι η μικρή νεράιδα σου που με το μαγικό ραβδάκι μου ζωντανεύω τα όνειρά σου. Το πιο ωραίο θέαμα τα μάτια μου. Το πιο ωραίο ψέμα, είπες; Μη ψιθυρίζεις, να μιλάς. Ούτως ή άλλως, εγώ, σε ακούω. Μια αληθινή ιστορία η ιστορία μας με δράκους, φωτιές, κάστρα, ιππότες και βασίλισσες. Έχει και δύο άλογα, ένα κατάμαυρο κι ένα ολόλευκο. Εσύ πήρες το μαύρο για να ταιριάζει στην καρδιά σου που ράγισα. Μα από το ράγισμα μαζί με τον πόνο ξεπροβάλλει κι η αγάπη που μου έχεις. Γι αυτό ποτέ δεν κλείνει. Θυμάσαι ακόμα γι’ αυτό πονάς ακόμα. Γι’ αυτό ούτε φεύγεις ούτε έρχεσαι. Κι εγώ τρέχω πάνω στο λευκό μου άλογο. Πού πάω; Μη ρωτάς. Αν θες ανέβα στο δικό σου κι έλα. Έλα να μην είναι μόνα τους, έλα να κάνουνε παρέα. Να κάνουμε παρέα. Μη με κοιτάς έτσι. Μην απορείς. Μη διστάζεις. Δεν είναι ώρα για υπεκφυγές. Βιάζομαι. Φυσάει και κρυώνω. Τα μελτέμια του Αυγούστου άρχισαν. Φυσούν και διώχνουν τ’απωθημένα. Έλα πάρε με αγκαλιά να μην κρυώνω και μη μιλάς. Σώπασε. Εκείνη θα ομολογήσει τα ανείπωτα. Εκείνη όχι εσύ. Και τότε δε θα έχεις ανάγκη τις φυγές για να αισθάνεσαι ελεύθερος, θα είσαι.
Αυτά ήρθα να σου πω. Όμως εσύ δε μου ‘πες τελικά, απελευθέρωση νιώθεις απόψε ή απελπισία, που ήρθα, κάτι, καινούργιο να σου πω;
Υ. Γ. Υπάρχουν πολλών ειδών έρωτες, μα από όλους πιο πολύ, μας πονά ο προδομένος. Κι αυτόν τον δημιουργούν πάντα δύο.