Γράφει η Ειρήνη.

Θυμάσαι εκείνο το βράδυ που βρεθήκαμε για τελευταία φορά; Αν και κατέβαλες φιλότιμες προσπάθειες να είμαι εγώ εκείνη που θα έριχνε την αυλαία της σχέσης μας, δεν τα κατάφερες. Κάνα μήνα νωρίτερα είχες ζητήσει να μείνουμε για λίγο χωριστά για να σκεφτούμε αν μπορούμε να συνεχίσουμε μαζί. Βασικά ο χρόνος που ζήτησες ήταν καθαρά για εσένα, όχι για εμένα. Εγώ ήμουν απολύτως σίγουρη ότι το μόνο πράγμα που ήθελα ήταν να είμαι μαζί σου, κι αυτό δε θ’ άλλαζε.

Το θέμα, βέβαια, είναι ότι εσύ είχες πάρει την απόφασή σου πολύ νωρίτερα. Έδωσες απλώς μια παράταση, ίσως για να το κάνεις πιο ανώδυνο. (Μήπως έπρεπε να σου πω κι ευχαριστώ;)

Απ΄την άλλη, μπορεί και να υπολόγισες ότι το διάστημα αυτό ήταν αρκετά ικανοποιητικό για να καλλιεργηθεί μέσα μου ο εγωισμός και να σε σουτάρω πρώτη για να σε βγάλω απ΄τη δύσκολη θέση. Ξέχασες όμως ότι ο εγωισμός μου πάντα πήγαινε περίπατο για χάρη σου. Ίσως κι αυτό να ήταν το λάθος μου, τελικά. Δε βαριέσαι. Τουλάχιστον κοιμάμαι με τη συνείδησή μου καθαρή, γιατί ξέρω πως προσπάθησα για εμάς, μέχρι εκεί που μου επέτρεψες.

Ο χωρισμός, λοιπόν, όσο κι αν προσπάθησες να τον χρεώσεις ως δική μου επιλογή, αναπόφευκτα έγινε δική σου. Κι οφείλεις να ομολογήσεις πως τον δέχτηκα με περίσσεια αξιοπρέπεια. Θυμάσαι που έμεινες σέκος με τον τρόπο που αντέδρασα; Μα φυσικά, ναι. Πώς είναι δυνατόν να τον ξεχάσεις;

Μάλλον θα ήθελες πολύ να με δεις να σε παρακαλάω κλαίγοντας γονυπετής να μείνεις, όπως προφανώς έκαναν κι οι προηγούμενες, αλλά δε σου ‘κατσε. Και μη χαίρεσαι, δεν το έκανα από εγωισμό. Λίγο με ένοιαζε αν θα έπεφτα στα μάτια σου. Στα δικά μου δεν ήθελα να αποδειχτώ τόσο λίγη.

Τέλος πάντων. Τι έλεγα; Α, ναι. Για την επιλογή σου. Τη σεβάστηκα απόλυτα. Δε σε πήρα ούτε ένα τηλέφωνο και δε σου έστειλα κανένα μεθυσμένο μήνυμα. Η αλήθεια είναι ότι ώρες-ώρες  απορώ με μένα την ίδια πού στα κομμάτια έβρισκα τη δύναμη, να στραγγαλίζω κάθε επιθυμία μου να επικοινωνήσω μαζί σου.

Αλλά μιας και πάντα ήμουν ειλικρινής απέναντί σου, σε αντίθεση με σένα, δε θα στο κρύψω. Υπήρξαν στιγμές που έτρωγα μεγάλες φρίκες για την πάρτη σου. Έμπαινα στο προφίλ σου και το έκανα φύλλο και φτερό. Έκανα διάφορα σενάρια για το τι μπορεί να συμβαίνει με εσένα και με την κάθε τυχάρπαστη που έμπαινε στη λίστα των φίλων σου. Ύστερα, καθόμουν ολόκληρη γυναίκα ν’ αναλύω σαν δεκαπεντάχρονο τους στίχους κάθε τραγουδιού που ανέβαζες με την ελπίδα να με βρω κάπου ανάμεσά τους και χάζευα κάθε φωτογραφία σου που συνόδευε τα διάφορα τσεκ  ιν. Αν και σε κάνα δυο είχες μελαγχολικό βλέμμα, στις περισσότερες φαινόσουν ευτυχισμένος. Ήσουν πράγματι, όμως;

Για μήνες έπεφτα για ύπνο και ξυπνούσα μ΄αυτή την ερώτηση σφηνωμένη στο κεφάλι μου και με την ελπίδα ότι θα μας έδινες μια δεύτερη ευκαιρία. Μα ο καιρός περνούσε κι εσύ δεν έκανες καμιά κίνηση. Έτσι, το πήρα απόφαση. Έπρεπε να μάθω να ζω με την απουσία σου και να κουμαντάρω τα συναισθήματά μου. Κι ομολογουμένως τα κατάφερνα αρκετά καλά. Μέχρι προχθές που αποφάσισες να μου τηλεφωνήσεις, για να με γυρίσεις ενάμιση χρόνο πίσω και να μου γαμήσεις για τα καλά την ψυχολογία.

Όχι, δεν ήμουν απασχολημένη, δεν έσβησα το νούμερό σου απ΄τις επαφές μου και δεν το είχα στο αθόρυβο. Δεν ξέρω αν δείλιασα ή αν ο εγωισμός μου έκανε το ντεμπούτο του, αλλά το άφησα να χτυπάει μέχρι να γίνει μια ωραιότατη αναπάντητη κλήση. Τι σκατά θέλεις απ΄τη ζωή μου ενάμιση χρόνο μετά και γιατί θα πρέπει να με νοιάζει; Με ποιο δικαίωμα με γυρνάς στο χθες; Αν πήρες να δεις τι κάνω, θα σου πω ότι αργά το θυμήθηκες.

Αν σήκωσες το κουλό σου και σχημάτισες τον αριθμό μου μόνο και μόνο για να ρωτήσεις κάτι άκυρο, θα σου πω να ψάξεις την απάντηση στις καινούργιες σου παρέες. Αν πάλι πήρες από τύψεις, θα σου πω να τις διαχειριστείς μόνος σου, όπως έκανα κι εγώ με τις πληγές μου.

Κι αν μετάνιωσες που μας έριξες τότε στο καλάθι των αχρήστων και συνέχισες τη ζωή σου σαν να μη συμβαίνει τίποτα, θα σου υπενθυμίσω ότι συνέβη. Κι αν παρ’ όλα αυτά θέλεις να ανατρέψεις την κατάσταση, θα σου πω πως ένα τηλέφωνο δεν αρκεί.

Θα πρέπει να έρθεις να με βρεις και να με πείσεις πως αξίζεις να μ’ έχεις. Ειδάλλως καλύτερα να παραμείνουμε σ΄αυτό που σου είχα πει στην τελευταία μας συνάντηση. «Κανένα πρόβλημα. Ο καθένας συνεχίζει τη ζωή του.» και ζήσε εσύ καλά κι εγώ καλύτερα.

 

Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου