Γράφει ο Γιάννης Σταύρου.
Άλλη μια Πρωτοχρονιά έξω από το σπίτι μου.
Δεν ξέρω για σας, εγώ, αν μπορούσα, κάθε μου Πρωτοχρονιά, θα ήταν στην μάνα μου, στη Φλώρινα, που είναι και μόνη της. Με την πίτα μας, με το χοιρινό μας, με τα όλα μας.
Φέτος με τρέξανε σε «ρεβεγιόν». Μας έμαθε και τα ρεβεγιόν η κυρα-Κατερίνα. Κι αυτή και τα παιδιά στολίστηκαν, βάφτηκαν, αρωματίστηκαν, και βουρ έξω από την πόρτα. Μ’ αυτό το χιόνι. Είναι μετά να μην φωνάζεις; Κι αν πούμε και καμιά κουβέντα, μας τη λένε κι από πάνω.
Πήγαμε στο σπίτι των πιο βαρετών, ίσως, ανθρώπων που έχω γνωρίσει. Πραγματικά, δεν έχω ξαναδεί οικογένεια με λιγότερο ενδιαφέροντα άτομα. Ο γιος, κολλημένος στον υπολογιστή, η κόρη τους, να μην μπορεί να ξεχωρίσει την ντομάτα από την πιπεριά, κι οι γονείς τους… Καλά, εδώ μπορούμε να γράφουμε βιβλία. Ο πατέρας, ίσως ο χειρότερος αγροίκος που έχω ματαδεί.
Ντομάτες τουρσί; Σε χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν; Στην αρχή νόμιζα πως μου έκανε πλάκα. Όταν κατάλαβα πως τα έλεγε σοβαρά, κρατήθηκα να μην ανοίξω το κεφάλι μου στο τραπέζι. Όσο για την κ. Α., μετανάστρια στη Γερμανία. Τους ξέρετε αυτούς τους μετανάστες στη Γερμανία…
Εκεί στη Γερμανία το ένα, κι εκεί στη Γερμανία το άλλο, μας τα’ κανε τσουρέκια, κι αυτή, κι η Γερμανία της.
Να πεις πως κάναμε κάτι ενδιαφέρον; Τηλεόραση είδαμε, είπαμε και κανα δυο κρύα… Αυτός ο γιος μου, ο παρλαπίπας, δεν έβαλε γλώσσα μέσα. Πώς δαγκώθηκα, να μην του σπάσω το κεφάλι, ένας Θεός ξέρει. Βγάλανε κι έναν φτηνό αφρώδη, και μας τον πασάρανε για σαμπάνια.
Κοντολογίς, η χειρότερη Πρωτοχρονιά στη ζωή μου. Δέκα λεπτά ακόμα να μέναμε, θα είχα πιάσει τις φωνές. Καλά που το κατάλαβε ο γιος μου, και μας δικαιολόγησε. Φάνηκε και κάπου χρήσιμος.
Από το βράδυ εκείνο, δεν μπορώ να ησυχάσω. Μ’ έπιασε κι ένα κρυολόγημα, άλλο πράγμα. Πρωτοχρονιάτικα, μπουκιά δεν μπορώ να βάλω στο στόμα μου. Οι άλλοι μου τα πρήζουν ακόμα. Κάτι η Κατερίνα, κάτι τα παιδιά μου (που, κι αυτά, δηλαδή, η Κατερίνα τα βάζει)…
Γιατί σας τα λέω όλα αυτά;
Σήμερα μ’ έπιασε να μου μιλήσει ο κανακάρης μου. Δεν τα πάμε πολύ καλά. Τον αγαπάω, αλλά δεν είμαι πολύ του μιλητού.
«Μπαμπά, κοίτα να περάσεις καλά», μου λέει, «αυτές τις μέρες τις έχουμε για να περνάμε καλά. Μας έκανες το χατίρι να έρθεις. Ε, και; Το να κάνεις που και που αυτό που σου ζητούν οι περισσότεροι, δεν είναι συμβιβασμός. Είναι υποχρέωσή σου. Εδώ είναι που κάνεις λάθος. Γιατί μετά σκέφτεσαι πως εσύ είσαι ο καλός, κι οι άλλοι σε καταπιέζουν. Αυτό που συμβαίνει, όμως, είναι πως εσύ δεν θες να περάσουμε εμείς καλά, για να έχεις την ιδανική Πρωτοχρονιά σου. Και τώρα μας χαλάς την πιο ωραία εποχή του χρόνου. Μην το πάρεις στραβά, δεν θέλουμε να φύγεις, ή κάτι τέτοιο. Από την ξεροκεφαλιά σου, σου φαίνεται προτιμότερο να τα βροντήξεις όλα, παρά να παραδεχτείς πως έχεις άδικο. Θέλουμε απλώς να κάνεις μια χάρη στον εαυτό σου, και να’ ρθεις στην παρέα μας. Κι αν σου βγαίνει, χαμογέλα κιόλας. Να κάνεις στον εαυτό σου αυτήν την χάρη, όχι σ’ εμάς.»
Δεν μου έχει ξαναμιλήσει ποτέ έτσι. Τώρα εγώ, τι κάνω;
Το μεσημέρι, πάντως, δεν έκατσα στο τραπέζι. Και την πίτα, την πέταξα πίσω στο ταψί.