Η ιστορία μου κοινή. Όσες φορές όμως κι αν έχει ειπωθεί σε διάφορες παρέες, όσες φορές κι αν έχει διαβαστεί σε δακρύβρεχτα ή πιο προσγειωμένα κείμενα, όσες φορές κι αν την έχουμε συναντήσει με οποιαδήποτε μορφή, άλλο να το ζει κανείς.
Στη δική σου ζωή το κοινότυπο παίρνει τις διαστάσεις του «άλλο αυτό!» γιατί στη δική σου ζωή πρωταγωνιστής είσαι εσύ και οι συνέπειες βαρύνουν εσένα. Πάντα το δικό σου θα είναι «άλλο» από αυτό των υπολοίπων, διαφορετικό, πιο αληθινό, πιο αβάσταχτο.
Η ιστορία μου λοιπόν για μένα, όχι, δεν είναι τελικά τόσο κοινή. Είχα την τύχη να είμαι κολλητός σου χρόνια. Απ’ το σχολείο. Ώσπου η ευχή μετατράπηκε σε κατάρα και σ’ ερωτεύτηκα. Δε θα κάτσω να εξηγήσω πώς μου ‘ρθε τέλος πάντων κάτι τέτοιο έτσι ξαφνικά, ούτε θα στεκόμουν ποτέ σε αυτήν την ηλίθια ερώτηση «τώρα το θυμήθηκες;» που ακούω συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις. Παίζει κανένα ρόλο; Αλλάζει κάτι αν πρόκειται για συνειδητοποίηση ή για κεραυνοβόλημα; Σε είδα με άλλο μάτι -μου γύρισε το μάτι με την πάρτη σου- για την ακρίβεια και τέλος.
Εκεί που ανταλλάζαμε γκομενικές απόψεις σερβιρισμένες με πειράγματα και τις γνωστές «αθώες» καφρίλες, νιώθοντας τυχεροί που μπορούσαμε να προσεγγίζουμε από πρώτο χέρι την ψυχολογία του αντίθετου φύλου ο ένας μέσα από τις συμβουλές του άλλου, ξαφνικά κατάλαβα ότι δεν ήθελα πια ν’ ακούω για τα θύματά σου.
Δεν ήθελα ρε παιδί μου να σε συμβουλέψω άλλο πια, δεν ήθελα να μου πεις ότι πέρασες καλά χτες βράδυ μαζί του, δεν ήθελα ν’ ακούω τίποτε, πώς το λένε;
Μην κοιτάς που αργοπορημένα επαναστατώ. Μια χαρά συνέχιζα να σ’ ακούω για καιρό και να σε συμβουλεύω, αν και πάντα πίστευα ότι πιο πολύ ζητούσες τη γνώμη μου για να δείξεις ότι υπολογίζεις τη φιλία μας κι όχι επειδή την είχες όντως ανάγκη. Μια χαρά συνέχισα να παίζω τον μαλάκα με πολύ μεγάλη επιτυχία ώσπου ξέρεις κάτι; Κατέληξα να γίνω όντως μαλάκας γιατί χεζόμουν επάνω μου και μόνο στην ιδέα του να σου μιλήσω και να φύγεις απ’ τη ζωή μου διακριτικά με στιλ «απλώς χαθήκαμε λόγω υποχρεώσεων μωρέ».
Ίσως αδικαιολόγητος φόβος αν σκεφτεί κανείς τον χαρακτήρα σου φυσικά. Πάντα ήσουν ντόμπρα στις φιλίες όσο κι αν έπαιζες στον έρωτα. Αλλά δεν ήμουν για να παίρνω ρίσκα. Εξάλλου εγώ αν αποφάσιζα να σου μιλήσω σε ποια από τις δύο κατηγορίες θα άνηκα μετά; Βλέπεις εσένα, φίλη μου, δε σε ήθελα απλώς. Όπως καταλαβαίνεις ήσουν πολύ σημαντική για μένα από κάθε άποψη. Γι’ αυτό πρώτη φορά στη ζωή μου κατάλαβα τι θα πει «ευνουχισμός».
Άρπα την και φίλα τη ρε μαλάκα, έλεγα στον εαυτό μου κάθε φορά που σ’ έβλεπα να μου χαμογελάς πονηρά σαν απάντηση σε κάποιο σχόλιό μου. Πιάσ’ τη και μίλα της γαμώτο, φώναζα μέσα μου όταν σ’ έβλεπα να κάνεις παιχνίδι με τον εκάστοτε. Πες της όχι, άκουγα τον διάολο μέσα μου να ψιθυρίζει όταν με ρωτούσες εκείνο το περίεργο «Εσύ τι λες; Ορμάω;» μπροστά στο επόμενο θήραμά σου. Αλήθεια γιατί με ρωτούσες τελικά; Γιατί εκείνα τα στιγμιαία αποσιωπητικά μετά από κάθε «όρμα!» που σου έλεγα; Είχα αναρωτηθεί μερικές φορες μα δεν είχα μπει στον κόπο να το σκεφτώ περισσότερο.
Μέχρι που εκείνο το βράδυ κατάλαβα πόσο τυφλός ήμουν κι εγώ τους τελευταίους μήνες. Απέναντί μου στο μπαρ καθόταν μια ομολογουμένως ωραία κοπέλα και για ώρα με κοιτούσε απροκάλυπτα. Εσύ δίπλα μου γελούσες με κάτι που σου είχε πει μια κοινή μας φίλη. Γαμώτο αυτό το γέλιο σου, φίλη μου. Κολλητή μου. Γαμώτο! Μονολογούσα από μέσα μου ειρωνικά. Σε σκούντησα. Με κοίταξες μ’ ένα περίεργο θράσος σαν να ήξερες τι ήθελα να σε ρωτήσω.
«Εσύ τι λες; Ορμάω;», σου είπα δείχνοντας απέναντι μ’ ένα διακριτικό νεύμα. «’Οχι», μου είπες και με κάρφωσες σαν να με προκαλούσες σε μονομαχία. Τότε δεν άντεξα. Σε άρπαξα, σε φίλησα και το παραδέχομαι πώς εγώ ο κατά τα άλλα ψύχραιμος, τα έχασα.
Αυτή ήταν λοιπόν η ιστορία μου κι αυτή ήταν η φίλη μου, η κολλητή μου, που βρήκε τα κότσια να μου πει αυτό που δεν μπόρεσα εγώ. Αυτό το «όχι» που περίμενε υπομονετικά ν’ ακούσει απ’ τα δικά μου χείλη και που ποτέ δεν ερχόταν. Αυτή ήταν η κολλητή μου που τώρα πια είναι επισήμως κοπέλα μου κάνοντάς με να αναρωτιέμαι γιατί χάσαμε τόσο καιρό οι δυο μας.
Αυτή είσαι εσύ.