Γράφει (η) ταοριμ.
Ώρα 4 το πρωί. Χαράματα. Λυσσομανά έξω. Αέρας και βροχή. Η αιώνια πάλη για το ποιος θα επικρατήσει. Και ενώ μέχρι πριν λίγες μέρες παρακολουθούσα στην εξέδρα τη μάχη τους περιμένοντας να χειροκροτήσω και να δαφνοστολίσω τον νικητή, σήμερα απλά παρατηρώ.
Χάνονται όλα μπροστά σε ένα φωτεινό χαμόγελο. Το δικό σου χαμόγελο. Και είναι η μόνη ζωντανή εικόνα του μυαλού μου. Ένα χαμόγελο που είναι ήλιος και με φωτίζει. Ένα χαμόγελο που είναι ουράνιο τόξο κι απλώνεται στο κόσμο μου για να μου δείξει ότι καμία βροχή και κανένας αέρας δεν είναι ικανά να το επισκιάσουν. Ένα χαμόγελο που με πείθει ότι πρέπει να κατέβω από την εξέδρα και να μπω στην αρένα. Ήρθε η σειρά μου.
Το χαμόγελο λένε, είναι ο καθρέπτης της ψυχής. Και η δική σου ψυχή λάμπει. Και ‘γω αυτό πρωτοείδα πάνω σου όταν με πλησίασες. Ένα απόγευμα πριν λίγες μέρες. Ίσως και τότε να έβρεχε και να φυσούσε. Δε θυμάμαι. Θυμάμαι όμως το πρόσωπο που αντίκρισα. Μάτια να απορούν πώς αντέχω να γράφω χωρίς να έχω βιώσει. Κι έτσι ξεκίνησε. Με μια απορία, ή μάλλον με μια ερώτηση που από χρόνια πριν την είχα κάνει εγώ η ίδια στον εαυτό μου. Βολεύτηκα με τις απαντήσεις μου. Πάντα φροντίζω να δίνω βολικές απαντήσεις στον εαυτό μου, ικανές να καλύψουν τα ερωτήματά μου. Κι αυτό, όσο δεν το καταλαβαίνουν οι άλλοι. Μετά όταν φανερώνομαι τρομάζω. Αλλά τρομάζω σπάνια.
Και ‘συ ήρθες και με τρόμαξες. Με έβλεπες, με χαρτογραφούσες. Κι όσο το έκανες τόσο τρόμαζα με την αποκάλυψή μου. Δε στο ζήτησα. Δεν το επιδίωξες. Τρύπωσες κι έψαξες τα κουτάκια του μυαλού μου. Χαμογέλασες και ξεκίνησες να τα ανοίγεις ένα-ένα. Αυτό είναι οι θύμησές μου. Οι αναμνήσεις μου, εγώ και ό, τι υπάρχει γύρω από μένα. Αυτό είναι τα όνειρά μου. Και είναι επιμελώς τακτοποιημένα σε σειρά. Εμμονική με την τάξη. Αυτό είναι οι επιθυμίες μου. Όσες είχα κάνει, όσες σκέφτομαι καθημερινά και στα σκόρπια post-it αυτές που έκανα βιαστικά, κλέφτικα για να μην αποκαλυφθούν ούτε από μένα την ίδια.
Γελάς και τραβάς ένα στη τύχη. «Θέλω να ζήσω μια φορά στη ζωή μου έναν καθηλωτικό έρωτα». Το πιο δύσκολο χαρτάκι μου. Εκείνο που για να το γράψω χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να γίνει σκέψη και επιθυμία. Εκείνο που αρνιόμουν πεισματικά να το εκφράσω ως ιδέα γιατί δεν πίστευα ότι υπάρχει. Γιατί αρνιόμουν να το βάλω στις επιθυμίες μου. Ακόμη και όταν το έγραφα θυμάμαι ότι το έκανα ισορροπώντας μεταξύ λογικής και παραλόγου. Και δεν ήταν απωθημένο.
Και ‘συ ήρθες και τράβηξες αυτό! Με αποσυντόνιζαν τα τυχαία απρόβλεπτα ξαφνικά πάντα. Τα απέφευγα. Το κάρμα, η μοίρα, η τύχη. Κι όσο μπορούσα να επιβληθώ τα καθοδηγούσα εγώ. Και τα είχα καταφέρει. Χρόνια τώρα τακτοποιημένη ζωή, ελεγχόμενη, αποστειρωμένη. Και ‘συ κρατάς ακόμη το μικρό κίτρινο τσαλακωμένο χαρτάκι και χαμογελάς. Κι απλώνεις το χέρι σου. «Έλα». Αυτό το έλα δεν έχει δεύτερη σκέψη. Δεν υπάρχουν δεύτερες σκέψεις στις επιθυμίες. Τις ακολουθείς. Και ‘γω έδωσα το χέρι μου κι ακολουθώ το χαμόγελό σου. Το χαμόγελο που νίκησε την πάλη με τη βροχή και τον άνεμο. Το δικό σου χαμόγελο.