Πόσες νύχτες άδειες τις γέμισα με σένα; Πόσα τσιγάρα ρούφηξα βαθιά μες στα πνευμόνια για να μπορέσω να σε νιώσω να βυθίζεσαι βαθιά μέσα σ’ εμένα; Πόσα ποτήρια με κρασί ξεδίψασαν τη δίψα για σένα; Και πόσα ακόμα χύθηκαν γεμάτα μες στον νεροχύτη γιατί ήσουν κόμπος στον λαιμό και δεν κατέβαινε γουλιά;
«Καψούρα» σ’ ονόμασα κάποτε, θυμάσαι; Μια νύχτα που έκλεινα έναν κύκλο ζωής κι άνοιγα έναν άλλον. Μια νύχτα που τα ‘χα πιει λιγάκι παραπάνω κι οι λέξεις βγαίναν πιο εύκολα, Tότε, σου είχα γράψει σ’ ένα μήνυμα που το ‘στειλα -έτσι χωρίς να το πολυσκεφτώ- «είσαι η καψούρα μου».
Κι αν δε θυμάσαι, θυμάμαι εγώ. Και δεν ξέχασα καμιά μέρα. Θυμούνται οι λευκές κόλλες από χαρτί που γέμισαν με γράμματα για σένα. Θυμάται το πληκτρολόγιο και η οθόνη του κινητού που σου έγραφα κατεβατά σεντόνια. Θυμούνται τα πακέτα με τα χαρτομάντιλα στο σαλόνι. Θυμούνται οι φίλοι μου. Θυμάται η μάνα μου. Θυμάται το κρεβάτι μου. Θυμάμαι εγώ.
Για την ακρίβεια, βέβαια, «αγάπη» ήθελα να σε λέω. Αγάπη σου ήθελα να είμαι. Μα για εμάς, οι δρόμοι ήτανε ερμητικά κλειστοί, αμετάκλητα αδιέξοδοι, βασανιστικά αδύνατοι. Οι δρόμοι για μας ήταν ανύπαρκτοι. Εσύ άλλαξες πορεία από την αρχή κι εγώ έπλασα στον νου μια μακρινή δική μας λεωφόρο, που σύνορα κι εμπόδια δε γνώριζε. Που δε σταματούσε σε κόκκινα φανάρια και σε μονόδρομους. Μόνο πήγαινε. Μόνο βάδιζε κανείς σ’ αυτήν καταστροφικά μονομερώς. Εγώ ήμουν ο διαβάτης.
Κάπως έτσι, καταστροφικά τέλεια σε είχα πλάσει μέσα μου. Σε είχα χτίσει με αψεγάδιαστο τρόπο και σε είχα σμιλέψει στα μέτρα μου. Σε είχα ντύσει με συναισθήματα και σε είχα δομήσει επάνω στις δικές μου ανάγκες. Εκεί είχες θρονιαστεί, μέσα στο μυαλό. Φόρεσες το στέμμα σου και κάθισες σε περίοπτη θέση. Ακόμα κι αν ήξερα πως δεν έπαιρνα ανταπόκριση, που γνώριζα πως δε σου κάνω, πως δε σε φτάνω, ενώ τα ήξερα όλα αυτά, εξακολουθούσα να πιστεύω πως όλα ήταν ψέματα, γιατί εγώ ήθελα πάνω απ’ όλα να πιστεύω πως με θες. Πάντρευα την αλήθεια με το ψέμα γιατί αυτό ήταν μια ανάγκη. Πίστευα πως ήμασταν αόρατα και σχεδόν μυστηριακά δεμένοι. Συνέχιζα να σε γεννώ ακόμα κι όταν δεν υπήρχες πουθενά. Εγώ σε ζούσα, εγώ σε έπλαθα. Και για λίγο νόμιζα πως μου ήταν αρκετό αυτό το «εγώ» για να σε γεννήσω ακόμα μια φορά στα πιο κρυφά σημεία του μυαλού.
Εγώ σε γιόρταζα, σου μιλούσα, σε χώριζα, σε μάλωνα, σε μεγάλωνα, σε μίκραινα, σε τελείωνα και μετά πάλι σε γεννούσα. Σε είχα μοναδική κι απόλυτη συντροφιά. Σε γύρευα, σε έψαχνα, σε έβρισκα και σε έχανα. Σου μαγείρευα, σου σιγοτραγουδούσα, σε κουβαλούσα πάνω μου κάθε λεπτό, κάθε στιγμή και δεν μπορούσα να πάω πουθενά χωρίς την υπαρκτή ανυπαρξία σου. Ονόμασα άλλους με το όνομά σου, λες και ήσουνα εσύ, μέχρι που σε ονόμασα «ψευδαίσθηση». Γιατί εγώ, χωρίς εσένα τι θα ήμουν; Δε θα είχα δύναμη, δε θα είχα έμπνευση, δε θα μπορούσα κάτι να είμαι. Έτσι νόμιζα. Έπρεπε να υπάρχεις για να είμαι αυτό που έγινα. Έπρεπε να υπάρχεις για να μπορώ να τα έχω καταφέρει στη ζωή, για να εξακολουθώ να τα καταφέρνω καθημερινά. Γιατί είχα κίνητρο. Γιατί στο φινάλε είχα φτιάξει κάτι που άξιζε να περιμένω. Αλλιώς; Τι θα είχα να περιμένω; Κι αν ο πόνος ήταν ο μοναδικός τρόπος για να σε φέρνω κοντά μου, τότε εγώ τον είχα κάνει αναπόσπαστο κομμάτι μου. Κι ας μου έλεγαν πως δεν υπάρχεις. Κι ας μην υπήρχες πουθενά, κι ας απαντούσε άλλος στ΄ όνομα σου.
Κι έτσι, για να μη σε χάσω, έχασα εμένα. Όμως, κοίτα να δεις, που ήρθε η μέρα που πριν «ξεψυχήσω», σε σκότωσα. Σε έσβησα, σε μηδένισα, σε διέγραψα, σε απομυθοποίησα, σε έγδυσα, σε πάλεψα, σε νίκησα γιατί αρρώστησα. Κι έπρεπε πια να βρω τρόπο για να επιβιώσω. Ήταν επιτακτική ανάγκη, άλλη τώρα πια. Να βάλω μπροστά τη λογική κι έτσι να σε γκρεμίσω, να σε αποκαθηλώσω και να χτίσω απ’ την αρχή εμένα, χωρίς εσένα πια. Είχε έρθει η ώρα να επιλέξω μόνο εμένα. Να με γεννήσω, να με γιατρέψω, να με σμιλεύσω, να με ντύσω με το πιο όμορφο χαμόγελό και να μου υποσχεθώ «Ποτέ ξανά έρωτας χωρίς ανταπόκριση. Ποτέ ξανά αδιέξοδες αγάπες.»
Αντίο.