Γράφει ο Σπύρος.
Aδιάφορα πρωινά τελευταία. Κανένα συναίσθημα, τίποτα εντυπωσιακό. Μια όμορφη αλληλουχία απάθειας που ξεσπά το βράδυ και με εντυπωσιάζει, όντας άνθρωπος που εκτιμάει ό,τι έχει.
Λοιπόν, καιρό τώρα καπνίζω λίγο παραπάνω απ’ όσο κάπνιζα το καλοκαίρι, πίνω λίγο παραπάνω και ερωτεύομαι λίγο πιο έντονα. Έχω τον άνθρωπό μου δίπλα και η αλήθεια είναι πως, όσο κι αν προσπαθώ να μην αλλάξω δίπλα του, το κάνω. Δε μ’ αρέσει όμως να χάνω τον εαυτό μου εφόσον ξέρω ότι αυτό που θα μ’ αλλάξει, αργά ή γρήγορα, θα φύγει κι εγώ θα επικαλούμαι να γίνω αυτός που ήμουν.
Είμαι τόσο παράξενος που νομίζω κανείς δεν μπορεί να με ψυχολογήσει και νομίζω μ’ αρέσει αυτό. Μα τι λέω; Ούτε εγώ δεν μπορώ να καταλάβω τι σκάτα συμβαίνει με εμένα. Αυτό δε μ’αρέσει.
Λοιπόν, θυμάμαι εποχές -1 χρόνο πίσω- που ήμουν γεμάτος, χαρούμενος και ξυπνούσα σαν τους ηθοποιούς στις ταινίες που σηκώνονται καθώς χτυπάει ο ήλιος με μια φρεσκάδα και μια ευτυχία σαν να έχουν τα πάντα στη ζωή τους, αν εξαιρέσεις ότι στα backstage έπιναν ουίσκι για να βγάλουν τα σενάρια χωρίς λάθη και χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους την πίεση.
Τότε, λοιπόν, είχα βρει κάτι «τέλειο» στη ζωή μου και νομίζω θα μπορούσα να είμαι εκεί για πάντα. Εκεί ανήκα. Όμως, μιας και το τέλειο είναι ανέφικτο, αυτό τελείωσε. Πώς; Τη μια μέρα ο ένας ήταν ερωτευμένος με τον άλλον, δίχως ψεγάδια και ατέλειες, δίχως όρια ως προς το τι θα γινόταν σήμερα. Ίσως το πιο τρελό πράγμα να έκαναν μαζί. Κάθε πρωί ήταν μαζί. Την επόμενη μέρα έφυγε, λοιπόν, 400 χιλιόμετρα μακριά. Και οι δύο κατά της απόστασης, κι έτσι αυτή η σχέση διαλύθηκε. Η μαγεία χάθηκε.
Γιατί δεν το προσπαθήσαμε; Γύρνα το χρόνο πίσω και σπάσε μας στο ξύλο. Να γιατί!
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι όσο υπάρχει τόσο έντονη φλόγα στον έρωτα μην τα παρατάς για τίποτα. Προσπάθησέ το κι όπου βγει. Άλλωστε μετά από καιρό, έχοντας περάσει τα πάντα με έναν άνθρωπο, καταλαβαίνεις ότι αγαπάς μ’ όλο σου το είναι αυτόν τον άνθρωπο.
Τέλος πάντων, ένα χρόνο μετά, σήμερα δηλαδή, μπορούμε να δούμε κενό, ερείπια κι ένα παιδί να προσπαθεί να χτίσει τη ζωή του στα χαλάσματα, με εμπόδιο τις αναμνήσεις που σου σπάνε τα κόκκαλα.
Να γιατί παρακαλάς να βρεις ξανά τον εαυτό σου ύστερα από τόσο καιρό. Γιατί ήσουν κάτι το οποίο σου άρεσε και σε γέμιζε μόνο μ’ αυτόν τον άνθρωπο δίπλα, αυτός σε έφτιαξε «υπέροχο» στα μάτια σου.
Καλημέρα, λοιπόν, απ’ το όμορφο μαράζι μας, απ’ το κενό μας και την αδιαφορία των πρωινών μας. Μουντά και σκυθρωπά σαν τους ανθρώπους.
Κάπου θα βρούμε κι εμείς τον ήλιο μας -ξανά-.