Γράφει η Λήδα.

 

Μια απλή συνηθισμένη νύκτα ήταν. Οκτώβριος, τότε που τα πανεπιστήμια αρχίζουν κι οι φίλοι φεύγουν για την πόλη των σπουδών τους, στο εξωτερικό ή κάπου πιο κοντά, αλλά και πάλι μακριά. Μια τέτοια νύκτα ήταν λοιπόν που σε γνώρισα.

Έτσι ξαφνικά εμφανίστηκες μαζί με την παρέα μου. Δε θα αναφέρω την χημεία που είχαμε. Ήταν φανερή και σκορπισμένη στην ατμόσφαιρα. Η αλήθεια, δε μου πέρασες απαρατήρητος. Αρκετά ευγενικός, γοητευτικός και πάνω απ’ όλα με την ίδια αίσθηση του τρελού μου χιούμορ. Όλα καλά μέχρι τη στιγμή που κατάλαβα πως θα έφευγες κι εσύ την επόμενη για το εξωτερικό, για να συνεχίσεις τις σπουδές σου.

Εκεί κάπως μου είχαν κοπεί τα φτερά και ξίνισα. Και δεν είχα καταλάβει και τον λόγο που είχα ξινίσει, αφού μου ήσουν απλά ένας άγνωστος. Είχε φτάσει η ώρα λοιπόν για να φύγουμε, να πάμε προς τα αυτοκίνητά. Εσύ για κάποιον λόγο, έμεινες πίσω να με περιμένεις και να περπατήσεις δίπλα μου. Με είχες ρωτήσει αν θέλω να με πάρεις σπίτι.

Θυμάμαι το είχα διπλοσκεφτεί. Μόνο μια τρελή θα έφευγε με έναν άγνωστο μέσα στη νύκτα. Έτσι λοιπόν, ανεβήκαμε στη μηχανή σου. Τι κλισέ. Εσύ να οδηγάς κι εγώ πίσω να σε κρατάω σφικτά, λες και θα μου έφευγες. Που όντως θα μου έφευγες.

Χαμογέλασα όταν κατάλαβα πως δε με πήγαινες σπίτι. Ίσως να άκουσες τη σκέψη μου που έλεγε να με πας κάπου να περάσω λίγο χρόνο μαζί σου. Κατεβήκαμε στην κορυφή ενός βουνού, με θέα ολόκληρη την πόλη κι από πάνω η πανσέληνος. Καθίσαμε στο παγκάκι κι αρχίσαμε να μιλάμε. Μακάρι να ήξερες πόσο πολύ ήθελα να σε κάνω να σταματήσεις να μιλάς. Αναψοκοκκίνιζα στη σκέψη αυτή. Έπιανα τον εαυτό μου να σε σκέφτεται χωρίς λόγο. Κάτι όμως με έφερνε κοντά σε εσένα λες και σε ήξερα, λες και σε γνώριζα.

Τότε ήταν που σταμάτησες απότομα και σηκώθηκες και στάθηκες απέναντί μου. Με ρώτησες αν σε θυμόμουν. Θυμάμαι είχα κομπλάρει. Να σε γνωρίζω από πού; Αφού πρώτη φορά σε έβλεπα. Τουλάχιστον έτσι πίστευα. Και τότε μου εξήγησες. Βασικά μου θύμησες το ατύχημά σου. Πως ήσουν στο καροτσάκι για μήνες και πως με έβλεπες όταν πήγαινα στο νοσοκομείο όπου βρισκόσουν για αποθεραπεία, για συντροφιά στα μικρά παιδιά του ογκολογικού.

Διάφορες εικόνες μου έρχονταν στο μυαλό, μα η δικιά σου ήταν θολή ακόμη. Σε είχα ρωτήσει αν μιλήσαμε μια φορά. Μου ήταν αδιανόητο πως δεν τον θυμόμουν. Και τότε θυμήθηκα. Θυμήθηκα ένα αγόρι γύρω στα 22, σε ένα καροτσάκι να βρίζει τον γιατρό πως δε θα τα καταφέρει ποτέ να ξανασηκωθεί. Θυμάμαι ότι γύρισα και τον είδα κρατώντας ένα μικρό κοριτσάκι στα χέρια μου, κι ένιωσα ένα σκίρτημα χωρίς καν τον γνωρίζω. Βέβαια τότε δεν είχα δώσει σημασία.

Θυμήθηκα πως είχε γυρίσει να με κοιτάξει. Και, διάολε, κοίταξε μέσα στην ψυχή με εκείνα τα απλά, καστανά του μάτια. Τότε γύρισα αμέσως απ’ την άλλη και μου είχε έρθει μια ιδέα. Θυμάμαι πως είχα μιλήσει στο μικρό κοριτσάκι με λόγια τα οποία είχα σκοπό να περάσω σε σένα. Πράγμα που έγινε. Μου είπες πως το κατάλαβες και χαμογέλασες. Τις επόμενες μέρες με έψαχνες και δε με έβρισκες. Λογικό αφού εγώ είχα φύγει για σπουδές σε άλλη πόλη, ενώ εσύ συνέχιζες τις αποθεραπείες σου.

Μου είπες πως σου χαμογέλασε η τύχη όταν είδες πως ένα απ’ τα κολλητάρια σου στην σχολή, ήταν και δικό μου κολλητάρι από την ίδια πόλη όμως. Και πως τα έφερε η τύχη να καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι και τώρα να είμαστε μαζί, μόνο εγώ κι εσύ.

Είχαμε έρθει πολύ κοντά εκείνη τη νύκτα, όλοι μου ενδοιασμοί εξαφανίστηκαν όταν χώθηκα στην αγκαλιά σου. Δε με ένοιαζε που το πρωί θα έφευγες. Απολάμβανα τη στιγμή. Τη στιγμή μας. Συμφωνήσαμε να βρισκόμαστε για το επόμενο χρονικό διάστημα. Ξέραμε πως η απόσταση ήταν αρκετά μακρινή, μα θα το δοκιμάζαμε. Κι έτσι κι έγινε, ήρθα και σε βρήκα κι ήρθες και με βρήκες. Οι μέρες μαζί περνούσαν αρκετά γρήγορα κι ο αποχαιρετισμός κάθε φορά γινόταν και πιο δύσκολος.

Έτσι κι ο τελευταίος, ο πιο δύσκολος από όλους, γιατί μόνο εγώ ήξερα πως ήταν ο τελευταίος. Επέλεξα να χαθώ, να σε αφήσω. Λάθος μεν, μα έτσι το θεώρησα τότε σωστό. Φοβήθηκα τα αισθήματά μου για εσένα, φοβήθηκα την απόσταση, βλέπεις. Γιατί ήξερα πως ήταν αρκετά μακριά κι αρκετός καιρός.

Δε θα το άντεχα. Δεν αντέχω τους αποχαιρετισμούς. Έτσι επέλεξα να το τελειώσω. Διέκοψα κάθε επικοινωνία μεταξύ σου, κι ας με έψαχνες παντού, κι ας ήρθε και με βρήκες. Εγώ εκεί πιστή στην απόφασή μου, δε σου άνοιξα, γιατί ήξερα πως θα λύγιζα και θα μετάνιωνα που σε έδιωξα.

Φυσικά ίσως να το μετανιώνω τώρα, μετά από χρόνια, όταν σε βλέπω στην αγκαλιά της. Βασικά ναι, το μετανιώνω γιατί ήμουν δειλή κι έφυγα ενώ έπρεπε να μείνω. Απ’ την άλλη, δε θα καταλάβω ποτέ γιατί ήρθες στην ζωή μου. Δεν πήρα ακόμη το μάθημά μου από εσένα. Το μόνο που ξέρω είναι πως ποτέ δε θα σε βγάλω απ’ την καρδιά μου, και μη ρωτήσεις γιατί, ούτε εγώ δεν ξέρω.

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη