Γράφει ο Π. για τη Σοφία
Σ’ αγάπησα περισσότερο από όσο νόμισες. Κι ας πέρασες σαν θύελλα στις γκρίζες μου μέρες. Δεν ήρθες σαν εχθρός κοντά μου μα ούτε σαν σύμμαχος. Ήρθες σαν αυτό που ήθελα τη στιγμή που το έψαχνα και το μέσα μου δεν μπορούσε να περιγράψει.
Πριν από σένα όλα ήταν ανάστατα. Μια ζωή σαν ξενυχτάδικο που μέσα έκρυβε τις πίκρες των τριών-τεσσάρων σταθερών πονεμένων θαμώνων. Σαν ρεύμα που με χτύπησε κι με έφερε πίσω στη ζωή. Δεν ήσουν ποτέ δικιά μου μα δεν μπόρεσες ποτέ να με σβήσεις. Πάντα όσοι μήνες κι αν περνούσαν σε ένοιαζε να δεις αν είμαι καλά.
Δεν με έμαθε κανείς περισσότερο από σένα. Δεν μπόρεσε άνθρωπος να με «παίξει» και να μου γαμήσει το μυαλό όσο εσύ. Δεν μπόρεσα ποτέ σε διαφωνία μαζί σου να κερδίσω. Κι έχανα ξανά και ξανά την αξιοπρέπειά μου μαζί με το λαβωμένο μου εγωισμό.
Και ξέρεις κάθε που σ’ έβλεπα να σκορπάς τον εαυτό σου σε χαμένες υποθέσεις το μέσα μου ούρλιαζε. Κι ας ήμουν εκεί να σε μαζεύω ξανά και ξανά. Με άλλαξες και με έπλασες στα μέτρα του δικού σου απλησίαστου εαυτού. Κι εγώ στα χέρια σου κάθε φορά που δεν άντεχα και λύγιζα ξανά και ξανά. Γιατί αυτός που σου διαλύει τον εγωισμό και τον πετά στο πάτωμα, είναι ο άνθρωπος που δε θα ξεχάσεις ποτέ.
Ήθελα μόνο να με κρατάς κοντά σου κάθε που η ζωή με έριχνε και πάλι στην αρχή που με βρήκες. Ποτέ δε φοβόμουν με εσένα εκεί και τα νύχια που έβγαζες κάθε που με λάβωναν. Το ξέρω δεν έπρεπε, μα κάπου στις τόσες αραδιασμένες αλήθειες που καρφώναμε στο τραπέζι, σε ερωτεύτηκα. Κι ας ήξερα πως ποτέ δεν θα έβγαινε κάπου ή θα γινόσουν ποτέ δικιά μου. Μέσα στις φουρτούνες σου, εγώ είδα εσένα. Κι αυτό τον εαυτό που εσύ πνίγεις με τόση μανία, αυτόν που κρατάς σαν μυστικό μέσα σου, αυτόν ερωτεύτηκα.
Το ξέρω, δεν έπρεπε ποτέ να στο πω. Θα έπρεπε να σβήσει σαν όλα τα άπιαστα. Μα κάπου μέσα μου βρήκα την αναίδεια να στο πω. Κι αυτή η σιωπή. Αυτή η σιγή σαν αναμονή πόνεσε πιο πολύ κι από ακονισμένο λεπίδι έτοιμο να χαράξει.
Ποτέ δεν μπορέσαμε να πούμε αυτά που θα έπρεπε. Κι ας μιλήσαμε με τα μάτια και τις σιωπές μας χίλιες δυο φορές. Κι ας πίστεψα κάθε φορά που ερχόσουν πως θα ήταν η τελευταία φορά που θα έφευγες. Μα μεταξύ μας ξέραμε κι δυο πως μόνο στη φυγή κερδίζαμε.
Τώρα; Σιωπές. Χλιαρές συζητήσεις κι αμήχανες συναντήσεις. Μα ξέρεις πως κάθε φορά θα βρίσκω τον τρόπο να σε κερδίζω ξανά και ξανά. Γιατί ο δρόμος αυτής της φυγής θα σε φέρνει κοντά μου ξανά και ξανά όποια διαδρομή κι αν διαλέξεις να πάρεις. Το ξέρεις πως όσο κι αν μίσησες την αλήθεια μου, άλλο τόσο γούσταρες το θράσος μου. Και κανείς δεν πρόκειται να σε μάθει όσο εγώ. Κανένα δε θα μισήσεις και δε θα αγαπήσεις περισσότερο από μένα. Κι ο φόβος σου θα είναι πάντα η φυλακή που επέλεξες. Το κλειδί θα είναι για πάντα στο χέρι μου.