Από τον Αλέξανδρο Θεοδωρίδη.
Όλα ξεκίνησαν τρία καλοκαίρια πριν, όταν γνώρισα την κοπέλα που έμελλε να μου κάνει το κλικ και να ξανακάνω σχέση μετά από καιρό.
Στην αρχή όλα μεταξύ μας πήγαιναν πολύ καλά, κι είχα ανακτήσει τις ελπίδες μου ότι μπορούσα να ζήσω κι εγώ αυτό που όλοι οι γύρω μου με πιλάτευαν τόσο καιρό: «Άντε, μόνο εσύ έμεινες», «Τι θα γίνει, εσύ δε θα σοβαρευτείς ποτέ;» κι άλλα τέτοια όμορφα.
Ο καιρός περνούσε, οι φίλοι είχαν ησυχάσει, κι εγώ ζούσα μία εμπειρία απροσδόκητη. Είχα επιτρέψει για λίγο στον εαυτό μου να ονειρεύεται, να μην το σκέφτεται τόσο, κι απλά να το βιώνει.
Αλλά μέσα μου κάτι με έτρωγε. Δε γίνεται να είναι όλα τόσο ρόδινα.
«Κάποιο λάκκο έχει η φάβα» σκεφτόμουν. Κι όντως είχε…
Δεν το είχα πάρει είδηση από την πρώτη στιγμή. Ήμουν, βλέπετε, ενθουσιασμένος, και μέσα στη ζαλούρα και το μούδιασμα του νέου έρωτα, είχα δει και δεν είχα καταλάβει, είχα ακούσει μα δεν είχα επεξεργαστεί αυτά που άκουγα.
Για να μην τα πολυλογώ, το θέμα ήταν (ήχος κεραυνού) η μάνα της.
Σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις αντρών που έχουν σχέσεις τυπικές ως και εχθρικές με τη μάνα της κοπέλας τους, εγώ αντιμετώπιζα κάτι άλλο. Από την πρώτη στιγμή, που λέτε, μου έδειξε μία συμπάθεια ιδιαίτερη.
«Κοίτα να δεις ευγένεια» σκέφτηκα εγώ, το χαϊβάνι. Ήταν πολύ ευχάριστη έκπληξη να σε καλοδέχονται τόσο. Ο πατέρας βέβαια δεν συμμεριζόταν την άποψη μητέρας και κόρης, όμως όπως έλεγε κι η μάνα «ποιος τον χέζει αυτόν μωρέ, άστον να λέει!»
Εκεί λοιπόν άκουσα το πρώτο καμπανάκι.
Νέα η κόρη, τζόβενο η μάνα, φάτσες σχεδόν καρμπόν. Ίδια ρούχα, στιλάκι, βάψιμο, έξοδοι μαζί και δε συμμαζεύεται. Η σχέση τους ήταν περισσότερο φιλική παρά μάνας-κόρης. Και αν ένας άντρας αρέσει σε μία γυναίκα, ποιες είναι οι πιθανότητες να αρέσει και σε μία ακόμα που της μοιάζει;Και που πιθανότατα την ανταγωνίζεται;
Καλά μαντέψατε. Και να σου τα τηλέφωνα, και να σου οι αγκαλιές, και να σου τα δώρα. Το δούλεμα που έφαγα στην αρχή από συγγενείς και φίλους δε λέγεται. Αλλά κάποια στιγμή το αστειάκι παρατράβηξε.
Έσκασε που λέτε μύτη η κυρία στη δουλειά μου να δει τι κάνω, επειδή «δεν είχα πάρει την κόρη της τηλέφωνο κι ανησυχούσε». Η αλήθεια είναι ότι είχαμε τραβήξει καλό καβγά, αλλά το θέμα ήταν μεταξύ μας! Εσύ κυρά μου τι χώνεσαι;
Σε λίγο θα μάθαινα…
«Τελειώνεις, έτσι δεν είναι; Θα με πετάξεις κι εμένα σπίτι, ε;» ρωτάει η κυρία μετά από λίγη ώρα, κι εγώ την κοιτάω με μισό μάτι. Φούστα επικίνδυνα πάνω απ’ το γόνατο, ντεκολτέ (το ‘χε η άτιμη, δε θα πω ψέματα), τακούνι που σκοτώνει. Δεύτερο καμπανάκι. Τι καμπανάκι, οι καμπάνες της Νοτρ Νταμ μου βάρεσαν.Τι να κάνω; Είπα ναι.
Φτάνουμε στο σπίτι της και μου λέει να παρκάρω λίγο πιο πριν απ’ την είσοδο. Άντε λέω, εντάξει.
«Να σε ρωτήσω κάτι;» μου κάνει τσαχπίνικα. «Πώς τα πάτε με την κόρη μου;»
«Μια χαρά» απαντάω, «απλώς τώρα τελευταία είχαμε κάτι καβγαδάκια, τίποτα σπουδαίο». «Αχα» μου λέει. «Και να σε ρωτήσω και κάτι ακόμα…» βγάζει τη ζώνη και με πλησιάζει «…πιστεύεις ότι μοιάζουμε;»
Ώπα. Τώρα συμβαίνει στ’ αλήθεια αυτό; Η φούστα έχει πάρει την ανιούσα και η κυρία φαίνεται ορεξάτη. Φρίκη εγώ. «Επειδή μου λένε ότι δε φαίνομαι όσο είμαι, και ήθελα και τη δική σου άποψη…» Μου χαϊδεύει το αυτί. Γιατί μου χαϊδεύει το αυτί;
«Εμμ… Πιστεύω ότι φαίνεστε πολύ νέα, ναι…» Τραβιέμαι εγώ διακριτικά. Δαγκώνει το χείλος η κυρία: «Να σου πω, μη με δουλεύεις τώρα…» και πριν το πάρω είδηση με αρπάζει απ το λαιμό!
Εντάξει, τα είδα όλα. Παραδέχομαι ότι δεν τη σταμάτησα με τη μία. Το στόμα κολλημένο, το χέρι όμως να αγγίζει κανονικότατα.
Μετά από μερικά δευτερόλεπτα όμως συνειδητοποίησα τι γινόταν, και τραβήχτηκα για τα καλά.
«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, συγνώμη…» ψέλλισα. Με κοίταξε με ύφος, χαμογέλασε και βγήκε απ’ το αμάξι.
Δεν ξαναέγινε ποτέ κάτι αντίστοιχο. Την απέφευγα όπως ο διάολος τα λιβάνι. Δυστυχώς μετά από κάποιες εβδομάδες έληξε η σχέση μου και με την κόρη της. Ήταν ίδιες, κι αυτό πλέον δεν μπορούσα να το αντέξω. Ένας Θεός ξέρει πόσο άβολες ήταν οι τελευταίες μας συναντήσεις.
Ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά, το θυμάμαι κι ανατριχιάζω. Ποιος άραγε να ήταν ο επόμενος;
Ποιον να «τραγάνισε» η μάνα που ήταν πιο παιδί απ’ την κόρη της;
Εγώ ένα ξέρω. Τη γλίτωσα πολύ φτηνά.