Γράφει η Άννα Βαλσάμη.

Μία βδομάδα έχει περάσει.

Μία βδομάδα στην ίδια πόλη, αλλά σε κανένα κοινό δρόμο.

Τα μονοπάτια και τα πλακόστρωτα ήταν τόσο άδεια χωρίς εσένα.

Έχω τέσσερις μήνες να σε δω.

Πάει καιρός από εκείνη τη μέρα που με άφησες για άλλη μια φορά.

Από τότε το μόνο που έχω είναι κάτι ξεχασμένες φωτογραφίες σου.

Τα τελευταία μου δεκαπέντε λεπτά στην πόλη, είναι όμως τα χειρότερα.

Τα άσπρα πάνινα παπούτσια μου, γλιστράνε στους βρεγμένους δρόμους και η βαρυφορτωμένη μου βαλίτσα κινείται με δυσκολία.

Ο αέρας φυσάει δυνατά αλλά νιώθω το κασκόλ να μου κόβει την αναπνοή.

Ή ίσως φταίνε και οι σκέψεις μου.

Το τραίνο φεύγει σε πέντε λεπτά και εγώ είμαι στα μισά της διαδρομής, αλλά δεν με πολυενδιαφέρει.

Δεν κοιτάω το δρόμο μπροστά μου. Σε ψάχνω με το βλέμμα μου γύρω γύρω, μήπως σε πετύχω έστω και τώρα. Έστω και την τελευταία στιγμή.

Και ας ξεχαστούμε με την κουβέντα και ας το χάσω το τραίνο.

Ποιός νοιάζεται; Θα έρθει το επόμενο. Εσένα όμως που θα σε ξαναβρώ;

Φτάνει να μου σκάσεις ένα χαμόγελο, ν’ακούσω τη φωνή σου άλλη μία φορά ή να πάρω μία τζούρα από το άρωμά σου στην δήθεν αυθόρμητη αγκαλιά.

Σε βλέπω παντού κι όμως δεν είσαι πουθενά. Όπως δεν ήσουν ποτέ.

Όπως πάντα έτσι και τώρα, είσαι μία ψευδαίσθηση που πρέπει κάποτε να ξεθωριάσει.

Την πιστεύω την μοίρα και ας με λένε τρελή.

Κάτι είχε να μου πει σήμερα μάλλον.

Η ευκαιρία μας να ιδωθούμε άλλη μία φορά χάθηκε, αλλά μάλλον θα υπήρχε λόγος.

Είμαι κάτω από το σπίτι σου και το τραίνο φεύγει σε τέσσερα λεπτά.

Κι αν μείνω να περιμένω και δεν σε πετύχω πάλι;

Στο μυαλό μου ήρθε η ατάκα που έλεγα συχνά σε φίλες. 

Συχνά πριν σε γνωρίσω.

Ποτέ μην τρέξεις πίσω από ένα τραίνο καιέναν άνδρα. Θα έρθει το επόμενο και ο επόμενος.

Στην περίπτωσή μου, αν τρέξω θα πιάσω το τραίνο αλλά δεν θα χτυπήσω το κουδούνι σου.

Αυτό πρέπει να γίνει. Να τρέξω. Και ας μην είναι τα πάνινα παπούτσια μου για τρεχάλες.

Καθώς όμως το σκέφτομαι, εκείνο θα φύγει σε δύο λεπτά.

Κοντοστάθηκα λαχανιασμένη έξω απ’τον σταθμό.

Το ρολόι απέναντι μετρά δευτερόλεπτα.

Μπήκα στο τραίνο καταιδρωμένη και λαχανιασμένη και πίσω μου έκλεισαν οι πόρτες.

Τα άσπρα μου πάνινα, έχουν λεκέδες από τα τα λερωμένα απομεινάρια της βροχής στον δρόμο.

Δεν θα τα πλύνω τα πάνινα όταν επιστρέψω στο σπίτι.

Θα τα χώσω βαθιά στην αποθήκη έτσι για να ‘χω ένα ενθύμιο από την τελευταία φορά που έτρεξα μακριά σου.