Γράφει η Κορίνα.
Κοίτα να δεις παιχνίδια που κάνει η ζωή! Να μη σε θέλω πια, να μη με νοιάζει, να είσαι ένα ασήμαντο-σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή μου. Θυμάμαι πριν 13 χρόνια πως πέθαινα για σένα, σε άφηνα να με κάνεις ό,τι θέλεις. Όταν ήθελες ερχόσουν κι όταν βαριόσουν, εξαφανιζόσουν. Δε θα ξεχάσω εκείνη τη φορά που μου είπες ότι θα κάνεις αποκέντρωση και το τόλμησες. Σε έψαχνα! Μάταια, όμως, είχες αλλάξει τηλέφωνο. Διακαώς αναζητούσα κι εγώ την αφορμή να φύγω να εξαφανιστώ. Σε εκείνο το σημείο, μια ευκαιρία παρουσιάστηκε κι έφυγα κι εγώ.
Έκανα τη δική μου αποκέντρωση και μόλις εκεί που μετρούσε ένας μήνας, ξαφνικά ένα άγνωστο νούμερο με μια γνώριμη φωνή με έπεισε να αναθεωρήσω τα πάντα. Ήρθα γρήγορα στην πρωτεύουσα να σε συναντήσω, να σε κλείσω στην αγκαλιά μου και να σου δώσω αυτό που πάντα έκανα. Αγάπη, υπομονή, ελπίδα κι ένα όνειρο να μείνεις.
Ήσουν καταβεβλημένος, ταλαιπωρημένος. Χωρίς δουλειά και κατεστραμμένο ηθικό. Εκεί εγώ, σταθερή αξία να σου γλείφω τις πληγές και να μη σε αφήνω να σκέφτεσαι για πράγματα που μπορούσα να διορθώσω. Να διορθώσω αυτά που σε πλήγωσαν, να σου δώσω δύναμη να σταθείς στα πόδια σου. Το κατάφερα, αγάπη μου, σε αποκατέστησα επαγγελματικά, οικονομικά κι ηθικά. Για το νεαρό της ηλικίας μου, αυτά μπορούσα να σου δώσω και σου τα έδωσα με ψυχή.
Ανάκτησες δυνάμεις και χαιρόμουν κάθε μέρα που έβρισκες τον εαυτό σου. Αυτόν που αγάπησα, λάτρεψα κι ονειρεύτηκα να ζήσω μαζί του. Ήξερα ότι η μπόρα είχε περάσει, αλλά δεν είχα υπολογίσει τον τυφώνα που ερχόταν. Δεν πόνεσα που έχασα τη δουλειά μου για σένα, γιατί προσλήφθηκες εσύ κι έπρεπε κάποιος άλλος να απελευθερώσει αυτή τη θέση. Δε με πείραξε που θα ήμουν εγώ αυτή που θα έκανε αυτή τη θυσία κι όμως έτσι έγινε.
Έφυγα, ελαφρώς προβληματισμένη, αλλά συνέχισα ακάθεκτη το δρόμο μου κι ας μην ήξερα πού οδηγεί. Δε μου στάθηκες, δεν μπορούσες, είχες υποχρεώσεις να διευθετήσεις. Ήταν εκείνη η φορά που δε συγκράτησα το θυμό μου και μετά έκλαιγα γοερά που σου μίλησα για πρώτη φορά τόσο σκληρά.
Συνεχίσαμε να συναντιόμαστε, το δέχτηκα, αλλά δεν ήξερα αν το είχα συγχωρέσει. Πίστευα ότι θα μάθεις, θα αλλάξεις σκεπτικό κι εδώ θα μείνεις. Ο χρόνος κυλούσε κι οι καταστάσεις ήταν πάντα ίδιες. Το μοτίβο δεν άλλαζε. Ερχόσουν κι έφευγες, όπως συνήθιζες να κάνεις. Χωρίς ενοχές, να απολαύσεις τη στιγμή και μετά να χαθείς στη ρουτίνα σου. Σε αυτήν που δεν υπήρχα, που έχτιζες μια νέα ζωή χωρίς εμένα.
Χάθηκες, πέρασαν πάλι μήνες και ξαφνικά ένα ακόμη τηλέφωνο με την ίδια γνώριμη φωνή με άφησε να κλαίω στο ακουστικό. Παντρεύτηκες! Δεν ήξερα τι να πω, να ευχηθώ, να βρίσω; Τι απ’ όλα; Δεν ήξερα τι να κάνω. Έκανα όμως αυτό που ένιωσα, έκλαψα και συνέχισα να κλαίω για μήνες μέχρι που το κλάμα ήταν πια μόνο εσωτερικό. Ώσπου στο τέλος έγινε πόνος και μετά ένα σημάδι στην καρδιά. Ένα σημάδι με πολλά κατάλοιπα.
Κλείδωσα ως άνθρωπος, δεν πίστευα στη ζωή, δεν πίστευα στις σχέσεις. Σκλήρυνα αρκετά κι έχασα την πίστη μου στον έρωτα. Κατάλαβα πως αυτό συμβαίνει μία στο τόσο. Συνέχισα να ζω, σωματικά. Όχι πλέον με την ψυχή μου. Πήγα παρακάτω, παντρεύτηκα και ξύπνησα ένα πρωί αναρωτώμενη ποιος είναι αυτός δίπλα μου. Αγκαλιά με ένα παιδί, βγήκα απ’ την κατάσταση και τρόμαξα.
Τότε έφυγα από αυτόν τον γάμο, έφυγα κι ήθελα να με βρω. Κάπου στα συντρίμμια του έρωτά μου για σένα, με έχασα. Ήμουν έρμαιο της τύχης μου κι ήταν πλέον αργά. Ένα αθώο πλάσμα με αποκαλούσε «μαμά» και δεν ήταν καρπός απ’ τον δικό μας έρωτα. Ήταν ένα παιδί από μια λάθος κατάσταση. Ήξερα ότι δεν έφταιγε σε τίποτα και του έδωσα αγάπη. Είναι ό,τι καλύτερο μπορούσε να μου συμβεί, ένα αναντικατάστατο κι ανεκτίμητο δώρο. Δυστυχώς, δε γεννήθηκα μάνα, δημιουργήθηκα και κάθε μέρα ρίχνω ευθύνες σε μένα. Μόνο σε μένα! Εσύ ήσουν αυτό που ήσουν, απλά σε άφησα να με πάρεις στον γκρεμό κι έπεσα με μεγάλη μου χαρά.
Εδώ, σε αυτό το σημείο, μετά από 13 χρόνια, ένας άνθρωπος απ’ το πουθενά ήρθε κι έκανε το στομάχι μου να σφίγγεται από χαρά κι ανυπομονησία. Τον ερωτεύτηκα κι άρχισα πάλι να λειτουργώ, να αγαπώ, να νιώθω και να νοιάζομαι. Είμαι ζωντανή πάλι, ξύπνησα απ’ τον λήθαργο.
Τσουπ! Εμφανίστηκες κι εσύ! Τι παιχνίδι είναι αυτό που παίζει η ζωή; Πώς γίνεται; Γιατί δεν εμφανίστηκες τόσα χρόνια κι έρχεσαι τώρα που επιτέλους ερωτεύτηκα ξανά; Είναι η δική σου τιμωρία που κράτησε με τόση υπομονή το σύμπαν; Σε βλέπω να τρελαίνεσαι, να λαχταράς να με δεις και δε νιώθω τίποτα. Μια αγάπη που έμεινε στον χρόνο κι απλά δεν έχει δύναμη να μεγαλώσει.
Όλα αυτά που ένιωσα για σένα, δε γίνεται να αντιστραφούν. Δε γίνεται να αλλάξουν αυτές οι στιγμές που με στιγμάτισαν. Με άλλαξαν, με πόνεσαν και μπόρεσα να αντιμετωπίσω τον πόνο και να σταθώ στα πόδια μου. Είναι εξωπραγματικό να θελήσω να δώσω μια ευκαιρία σε αυτή την κατάσταση που με κατέστρεψε. Δε θα μου το συγχωρέσω να επιστρέψω σε μια άρρωστη κατάσταση, έστω κι αν πέρασαν χρόνια. Ακόμα κι αν με έχεις εκτιμήσει κι αναγνωρίζεις τα λάθη σου, δεν έχεις αλλάξει. Είσαι αυτός που ήσουν πάντα. Ο ισοπεδωτικός μου πόνος, ο έρωτας της ζωής μου.
Λυπάμαι, δε σε θέλω πλέον στη ζωή μου. Αυτή τη φορά στο ζητάω εγώ να εξαφανιστείς. Όπως ακριβώς ήρθες, θέλω απλά να φύγεις και να χαθείς. Σ’ αγαπώ, αλλά δε σε χρειάζομαι!