Γράφει η Μελίνα.
Γνωριμία στο διαδίκτυο. Τι, πώς, όχι. Αποκλείεται, εγώ δεν κάνω τέτοια πράγματα. Απαπα, μακριά. Ναι, ναι, τέτοια έλεγα κι εγώ. Και φαντάζομαι όχι μόνο εγώ, αλλά και πολλοί άλλοι. Είναι αλήθεια πως σε αυτή την εποχή, βρίσκουμε πιο εύκολη συνεννόηση μέσω μιας οθόνης, όπου ξεπερνούμε τα όρια και τις αναστολές που βάζουμε στον εαυτό μας. Μα περισσότερο, ξεπερνάμε τη ντροπή μας, αφού το άλλο άτομο δε μας βλέπει.
Μια τέτοια μέρα λοιπόν, βρήκα ένα αίτημα φιλίας από εσένα. Ψευδώνυμο ήταν γιατί να το δεχτώ; Ξεκίνησα όμως και την παρακολούθηση αυτού του ψεύτικου προφίλ. Γιατί κάποιος να έχει κλειδωμένα όλα τα στοιχεία του προφίλ του, γιατί να μην έχει κανένα φίλο κοινό μαζί μου, γιατί να μην έχει φωτογραφίες του;
Δε σε δέχτηκα. Μα τότε μου έστειλες μήνυμα. «Μη φοβάσαι. Με βλέπεις συχνά, μιλάμε πού και πού. Εγώ όμως σε ξέρω.». Τι στο διάολο σκέφτηκα. Ρίσκαρα και συνέχισα την συζήτηση.
Φάνηκε πως πηγαίναμε στα ίδια μέρη. Πως είχαμε μιλήσει λίγες φορές αλλά δε σε είχα παρατηρήσει ποτέ, κατά τα λεγόμενά σου. Μου είπες το όνομά σου, αλλά ποτέ δεν το συγκράτησα. Ούτε καν πως ήσουν δε θυμόμουν.
Σε ρώτησα γιατί είχες ψευδώνυμο. Μου είπες πως δε θεωρείς σημαντικό να ξέρουν όλοι το όνομά σου και ποιος είσαι. Μόνο λίγοι και γνωστοί. Και τότε σε ρώτησα τι θέλεις από εμένα. Η απάντησή σου με είχε κάνει να γελάσω. «Φανερό, δεν είναι; Με ενδιαφέρεις πολύ εδώ και καιρό. Έτσι αποφάσισα να κάνω το βήμα».
Και κάπως έτσι αρχίσαμε να μιλάμε. Αρχικά αραιά και που. Μα στη συνέχεια όλη μέρα μέχρι τα ξημερώματα. Αρχίσαμε να κάνουμε και κλήσεις. Η φωνή σου βαρετή και γλυκιά. Μεθυστική μα συνάμα τόσο σέξι.
Μιλάγαμε περίπου ένα μήνα. Οι συγκυρίες δε μας βοηθούσαν να βρεθούμε. Εγώ σχολή, εσύ δουλειά. Σου είχα πει πως ήταν άδικο εσύ να ξέρεις πως δείχνω ενώ εγώ να μην ξέρω πως είσαι. Κόμπιασες λιγάκι μα τελικά δέχθηκες να κάνουμε βιντεοκλήση.
Είχα έναν κόμπο στο στομάχι. Ναι, ήξερα πως ήσουν 28 κι εγώ 20, μα κάτι με τραβούσε να μάθω περισσότερα για εσένα. Και τότε άνοιξες την κάμερα. Είχα πάθει την πλάκα μου. Τόσο όμορφος, μα συνάμα τόσο μυστήριος. Μελαχρινός με μούσια και γαλάζια μάτια. Τότε ήταν που ένιωσα κάτι να σκιρτάει μέσα μου.
Ήθελα πολύ να σε γνωρίσω από κοντά. Τουλάχιστον ήξερα πως δεν ήσουν εικονικός και ψεύτικος. Ήξερα πως υπήρχες και έπρεπε να σε βρω.
Πέρασαν τρεις μήνες. Όλο αυτό είχε ξεφύγει από τα όρια μου. Άρχισα να νιώθω για εσένα πράγματα. Η μόνη μου έννοια ήταν να πηγαίνω κατευθείαν σπίτι για να σου μιλάω να σε βλέπω. Είχαμε κάτι σαν μια εικονική σχέση. Και σου άρεσε. Μου είπες πως είχες καιρό να νιώσεις έτσι. Και τότε σου ζήτησα εγώ αυτή τη φορά να βρεθούμε. Κάπου ήσυχα, όπου θα μπορούσαμε να μιλήσουμε κανονικά επιτέλους.
Με περίμενες και τότε σε είδα. Ήρθες και με αγκάλιασες . Ένιωσα τόση ασφάλεια εκεί μέσα. Ήμασταν πολύ άνετοι. Λογικό από τη μια, τρεις μήνες μιλούσαμε και τα ξέραμε όλα ο ένας για τον άλλον. Καθώς μιλούσαμε όμως, πρόσεξα πως μιλούσες συνεχώς στο κινητό. Σε ρώτησα κι εσύ με άνεση μου απάντησες πως ήταν η πρώην σου.
Έκανα να φύγω, μα τότε μου κράτησες το χέρι και μου είπες να κάτσω να μου εξηγήσεις. Μακροχρόνια είπες σχέση, από τα 16 σου μέχρι τα 20. Επέλεξες να λήξεις τη σχέση σας γιατί είχε καταντήσει ρουτίνα. Εσύ προχώρησες, αυτή όμως ποτέ. Είπες όμως πως δεν έχω να φοβάμαι κάτι γιατί μόνο φίλοι ήσασταν. Καλά, ίσως για εσένα να ήταν φιλικά.
Ήμασταν μαζί κοντά στους τέσσερις μήνες. Κυκλοφορούσαμε μαζί, σε γνώρισα στους φίλους μου όπως κι εσύ στους δικούς σου. Πάντα όμως ήσουν με το κινητό στο χέρι και να μιλάς με την άλλη. Είχε αρχίσει να με ενοχλεί όλο αυτό, μα δε στο έλεγα. Περίμενα να το καταλάβεις μόνος σου. Δεν είναι ότι δεν σου είχα εμπιστοσύνη απλά κάτι με ενοχλούσε σε όλο αυτό.
Μια νύχτα ήρθες πολύ κουρασμένος από τη δουλειά στο διαμέρισμά σου και κοιμήθηκες αμέσως. Τότε χτύπησε μήνυμα στο κινητό σου. Ήταν από εκείνην. Και ναι, λύγισα και κοίταξα τι λέγατε.
Σου έλεγε πως ήμουν μικρή για εσένα και πως ποτέ δε θα σε καταλάβω όπως αυτή. Πως δεν άξιζα για να χαραμίζεις το χρόνο σου. Μα κι εσύ δεν έλεγες κάτι για να τη σταματήσεις. Έλεγες συνεχώς δεν ξέρεις, θα δείξει πως θα πάει. Κάτι μέσα μου έσπασε εκείνη την ώρα. Δεν ξέρω αν είχα πληγωθεί ή απογοητευτεί. Πάντως κάτι μέσα μου δεν ήταν ίδιο για εσένα.
Σου έγραψα ένα γράμμα, λέγοντάς σου πως θέλω να σταματήσουμε λόγω και καλά ηλικίας. Πως εγώ είμαι μικρή ακόμη και θέλω να ζήσω τη ζωή μου, σε αντίθεση με εσένα που είχες ζήσει αρκετά και κοίταζες τα πράγματα με μια πιο ώριμη σκοπιά. Πως μετά τη σχολή θα μετακόμιζα από την πόλη για να πιάσω δουλειά αλλού, αρκετά μακριά από εδώ. Όχι πως θα το πίστευες αυτό, αλλά ήταν μια δικαιολογία.
Με έψαξες και με βρήκες και ζητούσες εξηγήσεις. Σου είπα πως ό,τι ήταν να πω το είπα. Μα φυσικά δεν το έχαψες και ζήτησες την αλήθεια. Αρκέστηκα στο να σου πω, πως καλύτερα θα ήταν να γυρίσεις στην άλλη που είχατε ζήσει τόσα μαζί και πως θα υπάρχει πάντα κάτι μεταξύ σας που ποτέ δε θα χαθεί. Και τότε απλά γύρισα και έφυγα.
Εσύ νομίζοντας πως όντως θα μετακόμιζα, μου είπες πως αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, γιατί δε νιώθεις κάτι για αυτήν πλέον και πως όπου κι αν πάω θα με βρεις γιατί μόνο εγώ υπάρχω για εσένα. Ίσως και να σε πίστευα αν μετά από ένα μήνα δε σε έβλεπα αγκαλιά με αυτήν ξανά. Ίσως και να σε πίστευα αν δεν έβλεπα πως μετά από δύο χρόνια, οι δύο σας είστε πλέον μια ευτυχισμένη οικογένεια.