Γράφει η Χριστίνα Δ. 

 

Αν. Έχω επεξεργαστεί ξανά στο παρελθόν την έννοια του «Αν». Να όμως, που έχει έρθει και πάλι στη ζωή µου. Έχουµε γνωριστεί, έχουµε βρεθεί, τα έχουµε συζητήσει. Δε βγάλαµε άκρη. Δεν τη συµπάθησα. Μου δηµιουργούσε αυτή την ανατριχίλα και το ελαφρύ τρέµουλο που φέρνει κάθε αµηχανία της πρώτης φοράς. Έτσι, κάθε φορά που θα τύχει να συναντηθούµε, ξέρω πως θα είναι δύσκολα. Άβολα.

Νοµίζω πως όλοι έχουµε έρθει αντιµέτωποι µαζί της, αλλά για εσάς τους λίγους και τυχερούς που δεν τη γνωρίσατε, θα µπορούσα να την περιγράψω. Αν το «Αν» είναι άνθρωπος, δεν είναι σίγουρα εύκολος χαρακτήρας. Θα έλεγα πως µοιάζει µ’ ένα µικρό, σκανταλιάρικο και κακοµαθηµένο παιδί που κάνει φασαρία, σε βασανίζει και δε σ’ αφήνει να κοιµηθείς τα µεσηµέρια- όσο κ αν το επιθυµείς. Την ώρα εκείνη ακριβώς που ο ύπνος είναι πιο γλυκός. Αλλά είναι δικό σου παιδί. Οπότε δεν το µαλώνεις.

 

 

Αν το «Αν» είναι φαγητό, τότε σίγουρα δεν είναι κυρίως πιάτο. Είναι εκείνη η πικάντικη σάλτσα που υπάρχει στο τραπέζι σου, που ενώ την τρως, δακρύζουν τα µάτια σου. Κι όµως δε σταµατάς. Την κατεβάζεις µε µανία. Αν το «Αν» είναι ζώο, τότε είναι φίδι. Εκείνο το γνωστό φίδι που έβγαλε την Εύα απ’ τον παράδεισο. Το «Αν» είναι ο πειρασµός. Αλήθεια, μάθαµε τελικά, αν του Αδάµ του άρεσε καλύτερα στη γη;

Αν το «Αν» είναι αντικείµενο, τότε είναι τηλέφωνο. Εκείνο το τηλέφωνο που κάθισες ώρες από πάνω του. Ατελείωτες ώρες. Και το κοιτούσες και παρακαλούσες το σύµπαν ν’ ακούσει και να συνωµοτήσει. Και δε χτύπησε ποτέ. Και δεν ήταν χαλασµένο. Αν το «Αν» είναι αίσθηµα, τότε µοιάζει µε πόνο στο στοµάχι. Αυτόν τον πόνο που έχεις το επόµενο πρωινό, ύστερα από ένα βαρύ µεθύσι. Ʃου τρώει όλη µέρα τα σωθικά, σε διαλύει, δεν µπορείς να φας, δε σε ξεδιψάει το νερό κι ανά στιγµές σε λούζει κρύος ιδρώτας. Τη µεθεπόµενη µέρα όµως, τον έχεις κιόλας ξεχάσει. Έτσι όταν σε ρωτούν «πότε θα βγούµε να πιούµε;» απαντάς «Τώρα!» Και ξαναβγαίνεις.

Το «Αν» το δικό μου, αυτή τη στιγμή κάθεται στην καρέκλα με ύφος αυστηρό και µε κοιτάζει κατάµατα. Είναι µέρες που προσπαθούσε να µε πλησιάσει κι εγώ του κρυβόµουν, αλλά όντας ύπουλος χαρακτήρας, µε στρίµωξε. Τι κι αν ήµουν ο καλύτερος παίχτης στο κρυφτό όταν ήµουν µικρή; Με ξετρύπωσε και τώρα δεν παίζει άλλο το παιχνίδι µου. Αυτή τη φορά έχει πρόσωπο γνώριµο. Το συνάντησα πάλι τυχαία σήµερα το πρωί και µε χαιρέτησε σχεδόν ψυχρά και µάλλον αδιάφορα. Όπως ακριβώς χαιρετάς αυτόν που κάθεται στην αίθουσα αναµονής του γιατρού που µόλις µπήκες, που δεν τον ξέρεις κι άρα δεν του χρωστούσες το «γεια» σου, αλλά δε θέλεις να φανείς κι αγενής.

Από εκείνη τη στιγµή βασανίζοµαι, δεν έχω κοιµηθεί, προσπαθώ να σταµατήσω να σκέφτοµαι κι όµως συνεχίζω µε µανία, θέλω να ενδώσω σε κάθε πειρασµό, κάθοµαι πάνω από το τηλέφωνο, παρακαλώ ακόµα και το δωδεκάθεο, διαπιστώνω πως το δικό µου σύµπαν είναι εντελώς κουφό κι ούτε κατα διάνοια δε συνωµοτεί, µε καταδυναστεύει το στοµάχι µου, ανά διαστήµατα µε λούζει κρύος ιδρώτας, ανατριχιάζω κι αυτό το αναθεµατισµένο το «Αν» µου τρώει τα σωθικά.

Τι θα είχε γίνει «Αν»;

Αν το είχα διαχειριστεί διαφορετικά;

Αν δεν είχα πει τις λάθος κουβέντες;

Και πού να ήξερα, ρε γαµώτο, ποιες ήταν οι σωστές; Κι αφού το «Αν» µου έχει πρόσωπο κι είναι αληθινό, γιατί δε µε σκέφτεται το ίδιο κι αυτό; Γιατί έχει εγωισµό; Γιατί µου κρατάει µούτρα; Γιατί µου µίλησε σαν να περίµενα στην ουρά για τον γιατρό; Γιατί άλλαξε τόσο γρήγορα; Γιατί δε µε ρωτάει να µάθει; Γιατί δε µε βοηθά ν’ αποδείξω πως δεν είµαι συναισθηµατικά ανάπηρη κι απλώς φοβάµαι; Γιατί;

Α! Παρεµπιπτόντως. Ʃυγγνώµη· µου διέφυγε και δε σας σύστησα. Να σας γνωρίσω τον αδερφό του «Αν». Κάνουν κολλητή παρέα, βγαίνουν έξω πάντα µαζί κι είναι το ίδιο ανυπόφορος. Λοιπόν, από εδώ το «Γιατί». Μα γι’ αυτό ας τα πούμε άλλη φορά. Αν υπάρξει…

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

 

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου