Γράφει η Ταόριμ
Εγώ και εσύ. Αν υπήρχε ταυτότητα συναισθημάτων, στις παρατηρήσεις θα έγραφε τη λέξη «απόσταση». Μια φυσική απόσταση χιλιομέτρων που δεν τη διαλέξαμε και ούτε την αφήσαμε να μας τρομάξει. Ήταν τόσο όμορφο όπως ξεκίνησε που το μόνο που αναρωτηθήκαμε στην αρχή ήταν ένα «Ε και;» Δεν πειράζει, είπαμε. Θα βρούμε τον τρόπο.
Και αυτό κάνουμε κάθε μέρα από την αρχή αυτής της σχέσης. Ψάχνουμε τους τρόπους. Κανείς που δεν το έχει ζήσει δε θα το καταλάβει. Ούτε καν εμείς οι ίδιοι, σε εκείνες τις στιγμές που η θέληση για ένα «από κοντά» είναι τόσο δυνατή, που είναι λες και βάζει μαχαίρι στους λαιμούς μας κι άντε μετά να φανούμε λογικοί και ψύχραιμοι. Ποιος είναι αυτός που θα ορίσει τους κανόνες; Ποιος θα μας πει πώς νικιούνται τα χιλιόμετρα και πόσα συναισθηματικά διόδια θα πρέπει να πληρώσουμε για να φτάσουμε στο πολυπόθητο;
Είναι στιγμές που ονοματίζουμε τυχερούς όλους αυτούς που έχουν τον άνθρωπό τους κοντά, όταν εμείς έχουμε πάρει την απόσταση και από πρόβλημα τη μετατρέπουμε σε λύση. Ξέρω πόσο δύσκολο είναι. Ξέρω τι σημαίνει να ξυπνάω το πρωί και να μου λείπει να βλέπω το αγουροξυπνημένο πρόσωπό σου δίπλα μου. Να πίνω τον καφέ μου και να σκέφτομαι πως αν ήσουν εδώ θα έπινα από την κούπα σου. Να πέφτω για ύπνο και μέσω μιας κλήσης να ορίζω την καληνύχτα μας. Και εκείνο το «αύριο» που βάζουμε πάντα ως τελευταία λέξη να μας τσακίζει και τους δύο. Γιατί ξέρουμε πως και το αύριο δε θα έχει ιδιαίτερη διαφορά τελικά. Πάλι αλλού θα είσαι εσύ και αλλού εγώ. Ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο που όλο λέμε πως θα σπάσει κι όλο άθικτο μένει.
Μετανάστης αυτός ο έρωτας. Ζούμε μακριά ο ένας από τον άλλον, αντέχουμε το χρόνο και ονειρευόμαστε κλεμμένες στιγμές που θα προσποιηθούμε πως θα κρατήσουν για πολύ. Αλλά το ‘χουμε, δε μας φοβάμαι . Δε μασάμε πουθενά. Προσπαθώ κάθε μέρα να μη σου φωνάζω δυνατά το «έλα μου». Γιατί αν το έκανα θα είχε τόση δύναμη που θα γκρέμιζε στιγμές και μαζί κι εμάς τους δύο. Και προσπαθώ να γιατρεύω την απουσία μας με τα γνωστά τα γιατροσόφια, τα «είμαστε λογικοί και αποφασισμένοι και δυνατοί και έτοιμοι». Και έχω μάθει να το λέω κάθε μέρα, πρωί μεσημέρι βράδυ, όπως άλλοι παίρνουν αντιβίωση παίρνουμε εμείς τις ατάκες που λειτουργούν σαν παυσίπονα.
Μάθαμε να έχουμε μια δεύτερη ζωή μακριά ο ένας του άλλου. Και μέσα από αυτή να πρωταγωνιστούμε παράλληλα ο ένας στην ημέρα του άλλου. Περίεργο δεν είναι; Σαν ηθοποιοί αληθινοί, είμαστε ταυτόχρονα στο σπίτι μας αλλά και στο σπίτι του άλλου μέσα από μια οθόνη. Πιο διαδραστικά όμως, δηλώνουμε παρουσία γνωρίζοντας ανά πάσα στιγμή αν ο άλλος τρώει ή αν κοιμάται και αν έχει πονοκέφαλο επειδή κρύωσε το προηγούμενο βράδυ ή επειδή πιέστηκε παραπάνω στη δουλειά. Και με ένα «μην ξεχάσεις την ασπιρίνη σου» είναι λες και είμαστε όντως εκεί και την προσφέρουμε με τα χέρια μας. Πόση δύναμη έχουν τα αισθήματα. Τόση που μια εικονική πραγματικότητα είναι ικανή να μας πείσει πως η παρουσία που δηλώνουμε είναι και φυσική εκτός από πρακτική.
Προσπαθώ, χωρίς να σου το δείχνω, να κάνω υπομονή. Να περνάμε ατέλειωτες ώρες σε ένα τηλέφωνο, μια οθόνη. Πόσος έρωτας άραγε χρειάζεται για αυτό που έχω καταφέρει. Να κάνω την απόσταση να φαντάζει παιχνίδι και τη στιγμή που θα βρεθούμε ιστορία από αυτές που ακούγαμε παιδιά. Τόσο συναρπαστική. Ονειρευόμαστε να το οργανώνουμε, να γελάμε από την πιο μικρή λεπτομέρεια που σχεδιάζουμε, μέχρι το πώς θα εκμεταλλευτούμε το κάθε λεπτό μας. Ζούμε και οι δυο για τη μέρα που θα φτιάξουμε τις βαλίτσες μας και οι σταθμοί θα γίνουν το μέρος της πρώτης αγκαλιάς. Μας φαντάζομαι στο σταθμό του τραίνου ή μέσα στο αυτοκίνητο να παίζουμε με τα όρια και την ταχύτητα, να κοιτάμε την ώρα της αναχώρησης.
Περιμένω το σμίξιμό μας. Τη στιγμή που οι καλημέρες και οι καληνύχτες μας δε θα περιλαμβάνουν πληκτρολόγια. Τη στιγμή που θα πιούμε καφέ τελικά από την ίδια κούπα και που θα κάτσουμε αγκαλιά στον καναπέ και θα τσακωθούμε πρώτη φορά για το τηλεκοντρόλ. Τη στιγμή που θα μάθω επιτέλους πώς μυρίζει το αγαπημένο σου άρωμα και θα μάθεις κι εσύ το δικό μου. Που θα δείξουμε έμπρακτα τα «σ’ αγαπώ» που τώρα απλώς γράφουμε κάθε μέρα.
Με κοιτάς και γελάς. Μου λες πως είμαστε δυο τρελοί που θα ζουν και θα αγαπιούνται με ένταση και πολλά χιλιόμετρα ανάμεσά μας. Μου λες πως εμείς δε γεννηθήκαμε για τα μέτρια και τα καθημερινά. Πως ποτέ δε θα σκεφτούμε καμία απόσταση. Πως ποτέ δε θα μας κερδίσει κάτι που ήδη είχαμε προαποφασίσει. Ένας απλός αριθμός τα χιλιόμετρα για δυο ερωτευμένους που τα μυαλά τους έχουν εκμηδενίσει τις αποστάσεις. Τίποτα δε λέει η λεξούλα από «Α» σε όσους παραδόθηκαν άνευ όρων και περιορισμών στο μεταξύ τους. Σε εμάς που αποφασίσαμε πως το «μαζί» θα καταφέρουμε να το χτίσουμε ακόμη κι αν αυτό σημαίνει να τοποθετείς αλλού τα θεμέλια εσύ κι αλλού να στήνω τα τούβλα εγώ. Θα βρούμε τον τρόπο τελικά να ενώσουμε τα οικοδομήματά μας. Να μηδενίσουμε τις αποστάσεις που ορίζει ο χάρτης. Καμία απόσταση μεταξύ μας.