Γράφει η Ανθή Γιάγκα.
Στους μεγάλους μας καβγάδες μου έλεγες πως αγαπιόμαστε κι η αγάπη αρκεί. Κι εγώ σου φώναζα πως όχι, δεν αρκεί η αγάπη, καμιά αγάπη δεν μπορεί να μας σώσει από μόνη της εμάς τους δύο. Είναι, σου ‘λεγα, που η αγάπη είναι όρος αναγκαίος μα όχι επαρκής σε μια σχέση. Δε φτάνει· το γλυκό θέλει κι άλλα υλικά για να δέσει.
Δεν επικοινωνούσαμε. Εκπέμπαμε σε διαφορετικά μήκη κύματος και πού να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο. Εγώ μιλούσα για το άλφα κι εσύ για το ωμέγα. Ένα χρόνο μετά κι έχω να σου πω πολλά. Μα ξέρω πως δε θα μπορέσω ποτέ να σου τα πω από κοντά. Γιατί πρέπει να μείνουν εκεί που ανήκουν, στο παρελθόν. Αυτό το παρελθόν που μας διέλυσε και τους δυο.
Ένα χρόνο μετά κι ακόμα σκέφτομαι τα λόγια σου, τις παρακλήσεις σου. «Αγαπιόμαστε κι αυτό φτάνει». Κι ακόμα θυμάμαι εμένα να επιμένω μέσα στα δάκρυά μου πως δε φτάνει. Ήμουν η φωνή της λογικής; Ήσουν εσύ ο ρομαντικός; Είχα φτάσει στα όριά μου; Τα είχα ξεπεράσει; Μήπως εσύ άντεχες περισσότερο;
Κανείς πια δε μάθει. Ίσως και να μην αξίζει. Ίσως να είμαι η μόνη που αναρωτιέμαι. Να σου πω την αλήθεια, θέλω να είμαι η μόνη που αναρωτιέμαι κι εσύ να τα έχεις ξεχάσει όλα, όπως τα όνειρα που τα θυμόμαστε μόλις ξυπνάμε και μετά από λίγο έχουν χαθεί πια σ’ ένα σύννεφο σκέψεων.
Έφυγα τρέχοντας. Έφυγα και δεν ένιωθα τίποτα. Είχα βάλει τα συναισθήματά μου στο freeze και σου ‘λεγα «Νιώθω ένα κενό». Δε σου έλεγα ψέματα. Είχα ένα κενό μέσα μου, είχα πέσει σε μια μαύρη τρύπα και δεν ένιωθα. Δε χαιρόμουνα, δεν ενθουσιαζόμουνα, δεν λυπόμουνα, δε φοβόμουνα. Ένα «δεν» κι ένα Χ κατοικούσαν εντός μου.
Να σου πω πως φταις εσύ; Είναι συνηθισμένο οι πρώην εραστές, οι πρώην σύντροφοι να εξαπολύουν μύδρους ο ένας εναντίον του άλλου, να κατατρώγονται. Δε θέλω πια να σε κατηγορώ, αρκετά φαγωθήκαμε. Δολοφονήσαμε ο ένας τον άλλο, δολοφονήσαμε και τις ψυχές μας. Εξάλλου ποιος είπε πως δε φταίω κι εγώ;
Γι’ όλο αυτό, για το τώρα κι ίσως και για πάντα, ένα πράγμα θα αναρωτιέμαι∙ αν ειλικρινά σ’ αγάπησα. Νομίζω πως ναι, γιατί δεν έχω ξανανιώσει έτσι για κανέναν. Όμως ξέρεις τι λένε; Πως η αγάπη μακροθυμεί, η αγάπη υπομένει. Όμως εγώ δεν άντεξα άλλο κι ίσως κι εσύ να το ‘χες καταλάβει όταν μ’ έπαιρνες αγκαλιά και μου ‘λεγες «Είσαι ένα μικρό κοριτσάκι και σου ‘χω φορτώσει τόσα πολλά».
Τόσα πολλά, είχαν γίνει ένα βουνό μέσα μου. Έπρεπε να το γκρεμίσω κι αν δεν μπορούσα, να το ανέβω μέχρι τέλους ή μάλλον πέρα κι από ‘κει γιατί όλο μου το αίμα και την ψυχή τα ‘χα δώσει. Αλλά στην αγάπη, την πραγματική, πρέπει να προχωράς όλο και πιο πέρα όλο και πιο ‘κει, να μη σταματάς, να μη λες πως δε νιώθεις πια τα πόδια σου απ’ την κούραση κι απ’ την εξάντληση γιατί είναι μαραθώνιος η αγάπη, όχι χαλαρό τρέξιμο στην παραλία. Κι εγώ το είπα πως δεν αντέχω κι όλα χάθηκαν πια.
Αν τελικά σ’ είχα αγαπήσει ή πιο σωστά αν σ’ έχω αγαπήσει, δεν το ξέρω. Μπορώ να πω όμως πως δεν έφυγα γιατί δεν ήθελα να ήμουν μαζί σου. Έφυγα γιατί έπρεπε. Γιατί δεν μπορούσα πια να σε καταλάβω. Κι ήταν άδικο. Για μένα και για σένα.
Επιμέλεια Κειμένου Ανθής Γιάγκα: Πωλίνα Πανέρη