Γράφει ο Νικόλας.
Σε γνώρισα στο τρένο πηγαίνοντας Αθήνα. Ταξίδευα για να δω τον αδερφό μου και να περάσουμε λίγο χρόνο μαζί μες στο καλοκαίρι. Άκουγες μουσική όταν πέρασα από μπροστά σου, μου χαμογέλασες άχνα κι έσκυψες βιαστικά το βλέμμα σου. Είχα κοπέλα τότε μα, έπιασα τον εαυτό μου να μην μπορεί να σταματήσει να σε κοιτάει στη διαδρομή.
Αποφάσισα να σου μιλήσω για να δω αν η κάψα μέσα μου θα φύγει, μα μάταια η προσπάθεια. Πέρασα όλες τις επόμενες ώρες να κρέμομαι από τα χείλη σου, να περιμένω την απάντησή σου σε καθετί που έλεγα, να σε κοιτάω στα μάτια και να χάνω τον χρόνο.
Φτάσαμε στην Αθήνα, σου έδωσα το τηλέφωνό μου και σου ζήτησα αν χρειαστείς κάτι να με πάρεις. Σου υποσχέθηκα πως θα σου τηλεφωνήσω μα σου ζήτησα να μου δώσεις λίγες μέρες για να τακτοποιήσω ο,τι χρειάζεται. Με μεγάλη ντροπή μα κρυφό ενθουσιασμό χώρισα, ζήτησα συγγνώμη από την κοπέλα και της είπα πως νιώθω ότι είμαι αλλού. Κι ήμουν όντως αλλού γιατί με το που έκλεισα το τηλέφωνο μαζί της πήρα εσένα.
Την επόμενη μέρα γυρίσαμε τόσα σοκάκια στην Αθήνα δίνοντας φιλιά ο ένας στον άλλον που δε νομίζω πως θα μπορούσα να τα μετρήσω. Οι μέρες έφευγαν γρήγορα κι εγώ παρ’ όλο που περνούσα τόσο χρόνο μαζί σου δε σε χόρταινα. Κι ήξερα πως σιγά-σιγά αυτό θα ‘ναι πρόβλημα γιατί εγώ θα πρέπει να γυρίσω πίσω στη Θεσσαλονίκη κι εσύ θα πρέπει να μείνεις Αθήνα.
Κι όταν τελικά σε χαιρέτησα στον σταθμό του τρένου ήξερα πως δεν πρέπει να το τελειώσουμε, ήξερα πως ήθελα περισσότερα. Και μείναμε μαζί λοιπόν. Παλέψαμε δύο χρόνια με την απόσταση, με καβγάδες, με έρωτα και πάθος. Μείναμε μαζί στα δύσκολα και στα εύκολα. Αγκαλιάσαμε ο ένας τον άλλον ξανά και ξανά. Μείναμε μαζί όσο δύσκολα κι αν έγιναν τα πράγματα. Δεχτήκαμε ο ένας τα στραβά του άλλου και δουλέψαμε με αυτά όσο δύσκολο κι αν ήταν.
Και τώρα τόσα χρόνια μετά, σε θέλω ακόμη, κάθε μέρα, όλο και περισσότερο. Σε θέλω το πρωί όταν ξυπνάς με τα μαλλιά ανάκατα και σε θέλω το βράδυ όταν σου βγαίνει όλη η κούραση της μέρας. Μου λείπεις όταν αργείς πολύ να γυρίσεις από τη δουλειά και στεναχωριέμαι όταν χάνεσαι μες στις υποχρεώσεις σου. Σχεδόν κάθε μέρα θυμάμαι εκείνο το δρομολόγιο τρένου και νιώθω τυχερός που μια συνηθισμένη για τόσους άλλους ανθρώπους ημέρα, εγώ γνώρισα τον άνθρωπό μου κι είχα την τύχη να ζήσω μαζί του τόσα όμορφα πράγματα.
2 χρόνια απόστασης, 2 χρόνια στα πήγαινε-έλα. Κλάματα, γέλια, χαρές, μα πάνω απ’ όλα ευτυχία που βρισκόμουν δίπλα σου και σ’ έβλεπα να μεγαλώνεις και να εξελίσσεσαι. Σήμερα λοιπόν τα γράφω λοιπόν για να σου πω πως σ’ αγαπώ, όπως αγαπώ κι όλη την ιστορία μας. Να σου πω πως τίποτα δεν έχει αλλάξει από την πρώτη εκείνη μέρα που σε γνώρισα, σε θέλω ακόμη το ίδιο.
Τα γράφω όμως όλα αυτά για έναν ακόμα λόγο. Για να δώσω δύναμη σ’ όποιον παλεύει με την απόσταση, την αγάπη ή και τον έρωτα γενικότερα. Να του θυμίσω πως καμιά φορά, βρίσκεις όλα όσα ψάχνεις στα πιο απίθανα μέρη και χάνεις μόνο όσα είναι της μοίρας τους να χαθούν.