Τώρα πού να ‘σαι ανεκπλήρωτέ μου έρωτα; Εσύ που ήρθες στη ζωή μου σαν μια αδιάφορη κόκκινη ειδοποίηση κι έφερες στην κοσμοθεωρία μου τα πάνω κάτω. Εσύ, που μπήκες στην καθημερινότητά μου σαν μια όαση στην έρημο, δίνοντας πνοή για ζωή, όρεξη, ενέργεια.
Κι αν όλα αυτά δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια οφθαλμαπάτη; Αν απλώς εξαπατηθήκαμε; Πώς να νιώσεις όταν διψάς για έρωτα κι εκεί που πας να ξεδιψάσεις και να ξανανιώσεις, βλέπεις ότι η πηγή του νερού δεν ήταν ποτέ αληθινή, ότι το πηγάδι ήταν άδει ή ίσως και αν μην υπήρξε ποτέ.
Ναι, για σένα μιλάω. Που ποτέ δεν τόλμησες να ξεκλειδώσεις εκείνη τη σκοτεινή αποθήκη σου που κρύβεις κάθε φωτεινό σου μυστικό. Στοιβαγμένα ένα-ένα τα κλειδιά στο πιο απόκρημνο σημείο, που κανείς δεν πλησιάζει -ή κανείς δεν κατάφερε ακόμα. Το κάθε κλειδί ανοίγει όλο και πιο μέσα στο μυαλό σου. Μα απ’ τον πολύ καιρό που τα φυλάς να μη στα πάρει κανείς, αράχνιασαν και σκούριασαν πλέον. Δεν τα χάρισες σε κανέναν. Δεν ήθελες; Φοβόσουν πως θα ανοίξουν εύκολα τις πόρτες σου και θα αδειάσεις; Ποτέ δε θα μπορέσω να (σε) καταλάβω.
Ήσουν το άπιαστο όνειρό μου. Πάνω που πήγαινα να πιάσω το νήμα των συναισθημάτων, ένα ψέμα, μια απογοήτευση εμφανιζόταν κι έκοβαν πάλι την άκρη του. Ήσουν ένα κάστρο απόκρημνο κι απλησίαστο. Ελκυστικό, φτιαγμένο φαινομενικά από χρυσάφι. Έλαμπες. Έφεγγες από μακριά. Με τραβούσε το φως. Μα όσο πιο κοντά πλησίαζα, μόνο παγωνιά απ’ τα σπασμένα παράθυρα.
Να θυσιάσεις την καρδιά σου ή όχι; Να τα δώσεις όλα ή να φύγεις τρέχοντας; Δώσ’ τα. Δώσε τα όλα. Ό,τι έχεις και δεν έχεις. Η ζωή σου φεύγει. Δεν ξέρεις πότε θα φύγεις κι εσύ ο ίδιος. Κι ας πληγωθείς, ας πέσεις, ας χτυπήσεις. Γέμισε την ψυχή σου με γρατσουνιές. Κανείς δεν έμαθε ποδήλατο χωρίς να πέσει. Κανείς δεν απόλαυσε το παιχνίδι χωρίς να μετρήσει ήττες.
Τουλάχιστον, ό,τι κι αν γίνει, εσύ να ξέρεις πως δεν τα παράτησες αμαχητί. Ξέρεις πόσες προσπάθειες έκανες για να εξημερώσεις ένα συναισθηματικό θηρίο. Προσπάθησες να τον φέρεις κοντά σου, να τον κάνεις δικό σου. Κι ας τα άφησε όλα, χωρίς ούτε ένα άγγιγμα…