Γράφει η Κρίστια.
Φοβάμαι πως θα ξυπνήσω μια μέρα και θα πνιγώ απ’ την αγάπη που κράτησα μαζεμένη μέσα μου απ’ τη μέρα που χωρίσαμε. Γιατί δε θα βρω ποτέ ξανά το κουράγιο να τη δώσω σε κάποιον ξένο. Δε θα μπορέσω ποτέ ξανά να ξεστομίσω αυτό το «σ’ αγαπώ» που σε κερνούσα τις μέρες και τα χρόνια που περάσαμε μαζί.
Αυτή η μοναξιά μου έκοψε τη γλώσσα και τα θέλω μου. Τα μάτια μου δεν κάνουν πια όνειρα, μα ανοιγοκλείνουν σαν τραυματίας που συνήλθε από κόμμα. Δεν ξέρω πού βρίσκομαι, πού παω πια σ’ αυτή τη γαμημένη ζωή. Μηχανικά τριγυρνώ ανάμεσα σε φίλους και γνωστούς και προσποιούμαι πως ακόμα ζω ανάμεσα τους. Πως μετριέμαι ακόμα μέσα στους ζωντανούς. Γιατί τελειώσαμε με ένα τέλος απρόσμενο.
Πώς μπορώ να ξεχάσω το άγγιγμα ή τα χέρια σου; Τα καλοκαίρια και τους χειμώνες που περάσαμε μαζί; Πώς μπορεί το κορμί που ήταν μόνο δικό σου να βρεθεί σε χέρια ξένα; Σαν ένα ξύλο βρεγμένο που μάταια προσπαθεί κάποιος να του βάλει φωτιά. Τα μάτια σου είναι ακόμα χαραγμένα στο ταλαιπωρημένο μυαλό μου. Και δεν μπορώ να τα ξεχάσω.
Φοβάμαι πως η καρδιά μου δε θέλει να αντέξει πια. Γιατί κάποιοι από μας αγαπήσαμε μόνο μια φορά στη ζωή μας. Και τα νιάτα κι όλα τα λούσα του κόσμου φαντάζουν σαν αποκριάτικη στολή που κρεμάς στην ντουλάπα σου και βγάζεις μια φορά το χρόνο. Γιατί δε γουστάρω να είμαι πια όμορφη για κανέναν μπάσταρδο που ζει κι αναπνέει σ’ αυτή τη γη και δεν είναι εσύ.
Κι όσο περνά ο καιρός, τόσο βολεύεται αυτή η μοναξιά που μετακόμισε μέσα μου. Την κρατάω χωρίς νοίκι, χωρίς κοινόχρηστα. Την αφήνω να μένει εκεί σαν κληρονόμος που βρήκε τη μεγάλη του περιουσία, το τζακ ποτ που έψαχνε για να πάρει ανάσα. Και ξέρω πως είμαι η ευκαιρία που θα ρημάξει μέχρι τελευταίας μου αναπνοής. Μα δε φοβάμαι πια τίποτα. Γιατί δεν υπάρχεις εσύ στη ζωή και στα όνειρά μου.
Άτιμες οι ώρες και τα λεπτά. Μαρτύριο μέχρι να περάσουν, να βραδιάσει πάλι. Λες κι ο ήλιος βρέχει ελπίδες κι εγώ κρατάω ομπρέλα να μη με αγγίξουν. Ζω μόνο τα βράδια. Παίρνω τα αμάξι και γυρνώ σε όλα μας τα «μαζί» σαν εγκληματίας που αποζητά άλλοθι. Γιατί κάθε που βλέπω τις στιγμές να ζωντανεύουν μπροστά μου, τόσο αφήνω τη μοναξιά να πνίγει.
Τι να τα κάνεις τα νιάτα όταν μέσα σου κρύβεις μια γέρικη κουρασμένη καρδιά; Τι να τα κάνεις όλα τα άψυχα που ζουν και βασιλεύουν σαν τρόπαια και σου θυμίζουν τις στιγμές που σου έκλεψαν για να τα αποκτήσεις; Αυτές τις στιγμές που μπορούσαμε να ζούσαμε χωρίς να τις θεωρούσαμε δεδομένες, πως θα έρθουν όταν πια δουλέψουμε αρκετά στη ζωή μας και θα μπορέσουμε να απολαύσουμε τους κόπους μας.
Τίποτα, αγάπη μου. Μόνο για προσάναμμα να καούν αυτά που μας έκλεψαν. Κι αυτή η φωτιά ακόμα και να με κάψει, δε θα μπορέσει ποτέ να σβήσει αυτό που μας έκλεψε. Γιατί ποτέ ξανά δε θα μπορέσουμε να αναπληρώσουμε το χρόνο που χάσαμε. Να με προσέχεις όπου κι αν ταξιδεύει τώρα η ψυχή σου. Σ’ αγαπάω όπως ποτέ δε θα μπορέσω να ξεστομίσω σε κανέναν.