Γράφει η Μυρσίνη.
Τα παιδιά παίζουν πολλά παιχνίδια μεγαλώνοντας.
Θυμάμαι τα έβλεπα να τρέχουν στις αλάνες να φωνάζουν με όλη την ψυχή τους «φτου ξελευτερία». Τα κορίτσια στη γειτονιά κατέβαζαν κούτες με παιχνίδια, θέλανε να κάνουν τεχνητά σπίτια, φτιαγμένα για τον ιδανικό αυτόν μικρόκοσμό τους, σπίτια για να χωράνε την αθωότητά τους.
Κόντρες με ποδήλατα, φωνές γεμάτες όνειρα.
«Αστροναύτης θα γίνω» φώναζε ο Γιαννάκης κι εγώ τον άκουγα απορημένη με την πιθανότητα αυτού του ονείρου. Ήθελα να κατέβω να του πω «Θα με πάρεις μαζί σου; Σε εκείνο το μέρος, όπου τα παιδιά επιτρέπεται να είναι παιδιά; Σε εκείνο το μέρος, όπου τα όνειρα δεν είναι εφιάλτες;», αλλά ποιος θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει το μυστικό μου;
Ποιος θα μπορούσε ν’ αντέξει την ιδέα του εφιάλτη μου; Μονάχα εγώ τον άντεχα, επιβίωνα, σερνόμουν ανάμεσα στις στιγμές κρύβοντας καλά τα σημάδια απ’ τον κόσμο. Κι όσο τα σημάδια με τα χρόνια μεγάλωναν, τόσο πιο πολύ γελούσα στον κόσμο, τον αγκάλιαζα έτσι να νομίζει πως δε φοβάμαι το άγγιγμα, πως ονειρεύομαι ακόμα.
«Ζεις σ’ ένα ροζ συννεφάκι» μου έλεγαν, κάποια στιγμή πρέπει να προσγειωθείς. Τους κοίταζα κι έγνεφα καταφατικά, τάχα μου πως τα σύννεφά μου είναι ροζ και όχι μαύρα. «Παιδί είμαι ακόμη» απάνταγα, αν και ήξερα πως αυτήν την ιδιότητα την είχα χάσει προ πολλού.
Όλοι γύρω μου είχαν μεγάλα σχέδια για μένα. «Ψηλά θα φτάσεις» έλεγαν και ξανάλεγαν, ενώ εγώ πάλευα να ζήσω λίγο ακόμη. «Δε θα πάει χαμένη» θυμάμαι να λένε, «Το έχει το αστέρι της». Γέλαγα από μέσα μου, «Πού να ‘ξερες κι εσύ, δύσμοιρε», ψιθύριζα.
Έλεγα στον εαυτό μου λίγο ακόμη. Κράτα λίγο ακόμη. Το μαξιλάρι σου ξέρει τι περνάς, σε έχει ακούσει να ουρλιάζεις και να κλαις πνιχτά τα βράδια. Λίγο ακόμη κράτα, φώναζα. Δεν είσαι μόνη.
Δε θυμάμαι πότε άρχισε αυτό το παιχνίδι, ίσως ήμουν πέντε, ίσως ήμουν και μικρότερη. Μα είναι παιχνίδια αυτά να παίζει ένα παιδί; Έχασα την παιδικότητά μου, χωρίς ποτέ να έχω λόγο. Και κάπως έτσι πέρασαν 15 χρονιά ή τουλάχιστον τόσα μπορώ να μετρήσω. Πάντα έλεγα πως δε θα τα καταφέρω, ανέλπιστα όμως κοιτάω τον κόσμο ακόμη στα μάτια, του χαμογελάω, του δείχνω πως ονειρεύομαι, θέλω να πιστέψει πως οι εφιάλτες μου δεν υπήρξαν ποτέ. Κρύβομαι, καμουφλάρω την ιστορία μου με λόγια του αέρα, γράφω για να ακουστεί η ψυχή, που αν και δεν της άπλωσε κανείς το χέρι, ακόμη επιβιώνει.
Θυμάμαι καλά πώς έπαιζα το παιχνίδι μου. Μέτραγα αντίστροφα, μ’ ένα ρυθμό περίεργο, που ακόμα καμιά φορά με κάνει να ξαγρυπνώ τα βράδια. Έκλεινα σφιχτά τα μάτια και σκεφτόμουν τον ουρανό. «Κράτα λίγο ακόμη».
Το παιχνίδι τέλειωσε. Μέχρι το επόμενο. Και πόσο έτρεμα για το επόμενο. Πρόσφατα βρήκα ένα παλιό μου τετράδιο, πάνω έγραφε 11-5-06.
Έλα να παίξουμε πάλι εκείνο το παιχνίδι με το χαμόγελο. Θα κλάψω λίγο κρυμμένη σ’ ένα σοκάκι της στιγμής κι όταν θα βγω θα πρέπει να γελάσω. Πόσο πειστική μπορώ να είμαι;
1-2-3 μέτρα μαζί μου.
1-2-3 τα δευτερόλεπτα που έγινε η θλίψη χαρά.
1-2-3 το παιχνίδι άρχισε, κρύψου!
Και κάθε φορά πέθαινα όταν άρχιζε.