Γράφει η Χ.
Ξέρεις, είχε περάσει αρκετός καιρός που τα λέγαμε. Κι είμαι από εκείνα τα μπάσταρδα παιδιά που κάτι τελειώνει όταν το θέλουμε εμείς κι όχι ο άλλος. Γιατί όλα τα σήματα καπνού που στέλνει η αντίπερα όχθη είναι απλά ένας τεχνητός καπνός.
Με ένα δικό μου μήνυμα ήρθες και πάλι όταν σε χρειάστηκα να είσαι εκεί σε μια δύσκολη για μένα στιγμή. Κι όσο κι αν προσπαθούσες να κρατήσεις τη στάση του παγονιού που υποστήριζες τόσο καιρό, κατάλαβα πως ήταν απλά ο εγωισμός σου. Όμως στο «έλα» μου αυτό, σε απομυθοποίησα. Και δεν είχα πια κανένα κοινό με σένα, παρά μόνο όμορφες στιγμές που κράτησαν το πείσμα ζωντανό στις απουσίες.
Δεν είναι πως δε σε νοιάζομαι πια, απλά είναι σαν να έχω έναν ξένο άνθρωπο απέναντί μου, που απλά δεν είναι δικός μου πια. Γιατί, ξέρεις, ο καιρός περνούσε κι ζωή με άλλαζε συνεχώς χωρίς να είσαι εκεί στο πλάι μου να μαθαίνεις. Δεν ήσουν σε καμιά μου χαρά και λύπη εδώ. Σε έλεγα ακόμα «φίλη μου» όταν από επιλογή έγινες γνωστή. Και πραγματικά αναρωτιέμαι γιατί επέμενα σαν ορφανό να μη σε χάσω.
Τώρα, που πια άνοιξα τα ρημάδια τα μάτια μου, είδα πως φίλος είναι αυτός που δε ζητάς να έρθει κοντά σου. Που δε χρειάζεται καμία εξήγηση και δε χάνεται σε καμιά παρεξήγηση. Είναι αυτός που απλά είσαι σίγουρος μέσα σου πως θα είναι εκεί. Χωρίς πολλά, χωρίς καμιά προσπάθεια. Φτάνει να είσαι ο εαυτός σου χωρίς καμιά υπόδειξη. Λυπάμαι που σύγχυσα τις δικές σου επιστροφές με κάτι τόσο μεγάλο όπως τη φιλία. Ήταν απλά η δική σου ηθική ικανοποίηση στα «πρέπει». Και σε συγχωρώ, όχι γιατί ξέχασα, απλά γιατί δε με νοιάζει πια.
Λυπάμαι που δε θα μάθεις ποτέ να είσαι σωστή απέναντι στους άλλους. «Σωστή» θα παραμείνεις μόνο για σένα. Κι αυτό είναι θλιβερό. Γιατί καταδίκασες τον εαυτό σου να μη ζει. Κι ακόμα κι όταν έσπασαν τα δικά μου φτερά, στα άπλωνα τσακισμένα γιατί ήξερα πως περνούσες δύσκολα. Μα τώρα ξέρω πως δε χρειαζόμαστε φτερά για να νιώσουμε καλά, μα νοιάξιμο κι αγάπη.
Χαίρομαι για όσα ζήσαμε, μα πραγματικά ήρθε ο καιρός το κεφάλαιό σου να κλείσει. Γιατί με αγνώστους πια φυλάω τα ρούχα μου. Κι ίσως να είναι σκληρό, μα δεν κάναμε τις παρουσίες γύρω μας μπάτε σκύλοι αλέστε. Μεγαλώνουμε και γκρινιάζουμε στα καπρίτσια και τα πήγαιν’ έλα. Και κάτι χαρακτήρες σαν το δικό σου, μας κάνουν να πιστεύουμε πως φίλοι δεν υπάρχουν, τελικά, στα δύσκολα. Μα ευτυχώς για μένα αυτή η απαισιοδοξία διαψεύσθηκε απ’ τις πράξεις των πραγματικών ανθρώπων στη ζωή μου.
Εσύ, εγώ, ίσως κι όλοι, κάποια, στιγμή χρειάστηκε να αφήσουμε αυτόν το φίλο που λογιάζαμε για αληθινό, πιστεύοντας πως θα γερνούσαμε μαζί. Άλλοι το πάθαμε μικροί κι άλλοι μεγαλώνοντας. Μα ίσως να είναι για καλό. Γιατί οι κύκλοι αν δεν κλείνουν, είναι απλά γραμμές ασύμμετρες που μοιάζουν με μουτζούρες. Κι ό,τι δε βγάζει νόημα πια, καιρός να το σβήσουμε απ’ τις σελίδες μας.
Hasta la vista.