Στην αρχή είπα πως είναι οι πρόβες. Σκληρά τα ωράρια, δύσκολη η ομάδα και συγκεκριμένη. Δεν είναι για όλους. Στις 10 ώρες πρόβα τη μέρα δε μένουν και πολλά να πεις, έτσι είπα. Μετά ήρθε η σχολή. Ή μάλλον η απουσία μου απ’ αυτή. Θέλησαν να πάρουν πτυχίο, σοβαρεύτηκαν, εγώ κοσμάρα, λογικό να ξεκόψουμε, είπα. Μετά κι ο έρωτας. Εκεί δεν είπα λογικό, είπα άδικο. Δεν ένιωσαν τη χαρά μου είπα, δε θέλησαν να το μοιραστούν μαζί μου. Κι ύστερα η δουλειά. Μα πού χρόνος, πού διάθεση, δεν μπορώ να μιλάω για κάτι άλλο, μόνο για τη δουλειά. Έγινα βαρετός, σκέφτηκα. Κι ύστερα, που ξέμεινα πια από δικαιολογίες, κοίταξα γύρω και δε βρήκα άνθρωπο.
Εντάξει, δεν είμαι αχάριστος, τον έρωτα τον έχω και είμαι από εκείνους τους αηδιαστικά τυχερούς, από εκείνους που βλέπεις και θες να φτύσεις, που έχουν εραστή και κολλητό σε πακέτο. Αυτό είναι ίσως και που με σώζει από την παράνοια και τα ψυχοφάρμακα. Αυτό και η δουλειά μου, που λατρεύω. Μάλλον και γι’ αυτό θα άξιζα μια χλέπα, τώρα που το σκέφτομαι. Γιατί στην κωλοχώρα που ζούμε είναι σχεδόν παράνομο να αγαπάς τη δουλειά σου, λες κι είναι προαπαιτούμενο για να σε προσλάβουν. Δύο στα δύο σκέφτομαι, τώρα που τα γράφω πιο καθαρά. Τι γκρινιάζεις μωρή μιζέρια;
Γκρινιάζω κύριε. Γιατί έχω δικαίωμα να μη μου φτάνει. Και σόρι κιόλας, αλλά και να μην είχα στ’ @ρχίδι@ μου. Γιατί πολύ απλά το νιώθω. Οπότε εφόσον γράφω ανώνυμα, ό,τι θέλω θα λέω, κι από κανέναν δε θα χρειαστεί να ζητήσω συγγνώμη για απληστία. Ας έχω απληστία. Γιατί είναι λυπηρό να μην έχεις φίλους. Και ξέρεις κάτι; Μόνος τα έκανα έτσι. Γιατί δεν είναι ότι δεν υπήρξαν άτομα που με έψαξαν, που με πλησίασαν, που θέλησαν να μου αφιερώσουν προσοχή. Μα όταν την έπαιρνα, ένιωθα ρε παιδάκι μου να με πνίγει και διάλεγα μοναξιά. Ήθελα να νιώθω μόνος, κάπως με ανακούφιζε. Κάπως σαν να έφευγε το βάρος από πάνω μου και γινόταν πιο ελαφρύς ο αέρας γύρω μου. Το μήνυμα που έλεγε να βρεθούμε μου προκαλούσε πανικό. Έριχνα μια δικαιολογία κι άντε στο καλό. Την άλλη βδομάδα πάλι.
Οπότε γιατί μας τα λες άνθρωπέ μου; Γιατί μπορώ, τα ‘παμε. Γιατί ίσως μέσα μου αντιλαμβάνομαι ότι εφόσον έχω την ευθύνη κακώς μιλάω, μα θέλω να μιλήσω. Οπότε ας το ξεπεράσουμε αυτό το νοηματικό άλμα κι ας συνεχίσουμε τις ζωές μας. Δεν ήμουν πάντα έτσι. Την είχα τη φιλία τόσο ψηλά που άγγιζε λίγο παράδεισο, έτσι στα χορταράκια. Έδινα πολλά -όλα με αντάλλαγμα- κι έπαιρνα τον ρόλο της μητρικής φιγούρας με ευχαρίστηση. Κι όταν δεν αισθανόμουν καλά, μου ήταν αδύνατον να το συζητήσω. Όχι ότι δεν υπήρχε κόσμος να ενδιαφερθεί, δε γούσταρα πώς να στο πω. Βλάκας άνθρωπος.
Σαν να ξέχασα να συναναστρέφομαι νιώθω. Κι όταν δεν παίρνω προσοχή μου λείπει, μα κι όταν την παίρνω δεν τη θέλω. Κι είμαι καλά της περισσότερες φορές, αισθάνομαι πλήρης. Τρώω μετά κάτι μικροαστικές φρίκες, ποιον να ‘χω για κουμπάρο λέω και ποιος θα μου κάνει ποδαρικό. Άλλο λέβελ θείας Κούλας. Μα να, είναι που κάποτε, είχα ένα φίλο να τα πω. Τώρα γράφω your stories.