«Είναι αδύνατον», σου έλεγα, «σταμάτα να το προσπαθείς. Δε φταίει που δε θέλω, φταίει που μας ήρθανε τα πράγματα ανάποδα». Και δεν ξεστόμισα αυτές τις λέξεις μία φορά μονάχα. Σαν ποιηματάκι δημοτικού είχα μάθει να στις λέω. Κάτι πνιγμένα και μισοφαγωμένα «σε θέλω», που εδώ που τα λέμε ήθελες ακουστικό βαρηκοΐας για να τα αντιληφθείς, ακολουθούμενα από μερικά «…αλλά» τόσο δυνατά που έλεγες πως έβγαλα μεγάφωνο για να τα πω. Δικαιολογίες. Γιατί; Γιατί ρε φίλε, όσο κι αν κώλωνα να στο παραδεχτώ, το μεταξύ μας με τρόμαζε.

Μη βιαστείς να χαμογελάσεις με κάποια έπαρση και να σκεφτείς πως με τρόμαξε «η έντασή του». Κανείς ποτέ δε φοβήθηκε από την ένταση του συναισθήματος και για να είμαστε ειλικρινείς, ποτέ κανένας δεν ξεκόλλησε από τη δύναμη που αυτό ασκούσε. Αυτές είναι ατάκες μερικών -μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού- αθεράπευτα ρομαντικών, που ξεπατίκωσαν αργότερα όλοι όσοι δεν ήθελαν να παραδεχτούν πόσο μικρά ήταν τα πραγματάκια που στα αλήθεια τους έκοβαν τα πόδια. Δεν ακούγεται καλύτερο το «τρόμαξα με το πού θα με βγάλει κάτι τόσο δυνατό», από το «έτρεμα την αντίδραση φίλων και γνωστών σε μια καψούρα μου που δε θα ενέκριναν»; Δεν ακούγεται πιο μυστηριακό το «έκανα πίσω γιατί μερικά συναισθήματα δεν κάνει να τα απομυθοποιείς» από το «έκανα πίσω γιατί δεν άντεχα τη σκέψη των βλεμμάτων αγνώστων μου ανθρώπων, να αναρωτιούνται γιατί κρατάω από το χέρι μία άλλη κοπέλα»;

 

 

Κι αν πρέπει σώνει και ντε να πω ότι τρόμαξα από κάποια ένταση, θα πω ότι αυτή ήταν η δική σου. Με τρόμαζε που σε έβλεπα να ερωτεύεσαι, όχι επειδή δε μου άρεσε η ιδέα να αφεθώ να σε ερωτευτώ κι εγώ, αλλά γιατί έβλεπα πως είσαι ένα από εκείνα τα παιδιά που όταν καψουρεύονται θέλουν να το φωνάζουν. Κι εγώ, όχι φωνές, ούτε ψιθύρους δεν ήμουν σίγουρη αν άντεχα. Ίσως μερικούς πίσω από κλειστές πόρτες αλλά κι αυτό ιδανικά, αν με άφηνες να επιλέξω, θα ήταν σε δωμάτιο με στουντιακή ηχομόνωση. Ξέρεις, από αυτές με τα αφρολέξ στους τοίχους που μοιάζουν λίγο με μαξιλάρια καναπέ της δεκαετίας του ’80 και που δεν αφήνουν να ακουστεί ούτε η πιο φάλτσα φωνή στη διαπασών. Έτσι ναι, θα ήθελα να το ζήσουμε χωρίς ούτε μισή σκέψη ακόμη.

Έτσι όμως δε θα ήθελες εσύ. Γιατί σε αυτό δε μοιάζουμε. Λες ότι ούτε που τα κοιτάς όλα αυτά και το έχεις αποδείξει. Κι εγώ, για αυτόν και μόνο το λόγο, κάθομαι κλεισμένη στο καβούκι μου και προσπαθώ να αποφασίσω αν σε γουστάρω όσο νομίζω ή αν απλά σε θαυμάζω και σε έχω σαν πρότυπο. Αν μου αρέσουν τα γράμματά σου στο χαρτί ή απλώς ο τρόπος που πιάνεις τον στιλό τη στιγμή που τους γράφεις όλους. Απάντηση όμως, δεν πρόκειται να πάρω. Όχι τουλάχιστον αν δεν το πάρω απόφαση να πιάσω κι εγώ, αν όχι στιλό που γράφει ανεξίτηλα, έστω ένα καλά ξυσμένο μολύβι και να αρχίσω να ακολουθώ το παράδειγμά σου.

Μέχρι να φτάσω εκεί πάντως, να ξέρεις πως θα συνεχίσω να σου λέω το σταμάτα. Όχι επειδή δε θέλω, δε φταίει άλλωστε αυτό. Απλώς επειδή «μας ήρθανε τα πράγματα ανάποδα» Επειδή μας χτύπησε ο φόβος την πόρτα κι αντί να τον στείλουμε από εκεί που ήρθε, του ανοίξαμε και τον βαφτίσαμε «ένταση» για να μη μας τρομάξει. Μασκαρέματα.

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου