Τέσσερις το ξημέρωμα, γυρνάς σπίτι από κυριακάτικη, απρόσμενα αποφασισμένη έξοδο.
Γύρω στις δώδεκα, σκέφτηκες ότι αυτή η φορά ίσως είναι διαφορετική.
Σκέφτηκες ότι αν είσαι με κόσμο, θα καταφέρεις να το περάσεις πιο ανώδυνα.
Να το πάρεις απόφαση και να τελειώνει.
Καλά το σκέφτηκες. ‘Έτσι έγινε, για τις τέσσερις ώρες που ήσουν με παρέα.
Ανοίγεις το laptop, youtube, το «δάκρυ» της Πασπαλά να παίζει.
Γεμίζεις το ποτήρι, στρίβεις τσιγάρο και ξανά από την αρχή.
Όπως χθες, όπως προχθές όπως παραπροχθές..
Όπως και τις προηγούμενες δέκα φορές που χωρίσατε.
Κάθε φορά ορκίζεσαι πως θα’ναι και η τελευταία, πως έφτασες στο αμήν, πως δεν πάει άλλο.
Και κάπου εκεί είναι που αρπάζεις το κινητό και παίρνεις τηλέφωνο και αρχίζεις τα παρακάλια και ξανατσακώνεστε, γιατί καταλαβαίνεις ότι έκανες βλακεία και προσπαθείς να βγεις κι από πάνω.
Αλλά το βράδυ θα ξανάρθει και θα σε πιάσουν πάλι τα διαόλια σου.
Και καταλήγεις να γράφεις στιχάκια, στους φακέλους απλήρωτων λογαριασμών.
Μέχρι να μη μπορείς να παράγεις άλλο δάκρυ.
Μέχρι να μην χωράει αλκοόλ στο αίμα.
Μέχρι να σιχαθείς τα ίδια τραγούδια.
Μέχρι να γνωρίσεις τον επόμενο έρωτα.
Μέχρι να μην υπάρχουν άλλοι απλήρωτοι λογαριασμοί, για να γράφεις πάνω τους στιχάκια.