Του Φοίβου Μαρκαντώνη.
Είναι αργά μα εσύ δεν έχεις φανεί, κάθομαι ολομόναχος σ’ ένα παγκάκι στην πλατεία την ώρα που η αυγή σμίγει με τη νύχτα. Θυμάμαι, πριν κάποια χρόνια, χαζεύαμε μαζί τους ήχους της πλατείας, μα τώρα πια σε ψάχνω στων αυτοκινήτων τους προβολείς. Bλέπεις, είναι πολύ όμορφα τα παλιά, μα πίσω δε γυρνάνε.
Στο μυαλό μου έρχεται αυτή η αγκαλιά που με είχες πάρει τότε, γεμάτη επιφυλάξεις. Παρά τους ενδοιασμούς σου, μου είχε φανεί η πιο ζεστή κι αυθεντική αγκαλιά που έχω νιώσει στη ζωή μου. Ίσως γιατί διέφερε απ’ όλες τις άλλες που είχα νιώσει, ίσως γιατί μέσα μου -όπως κάθε ερωτευμένος- πίστευα πως είσαι μοναδική. Κι ακόμη το πιστεύω.
Δεν ήθελα να κρύψω αυτό που ένιωθα για σένα, γιατί οι σιωπές είναι αυτές που κάνουν τις πραγματικές συζητήσεις. Ένιωθα ότι σ’ εκείνη την καφετέρια έκανα έρωτα μαζί σου, μόνο με τα μάτια, και πως δεν μπορούσα με τίποτα να τους κρυφτώ. Απέφευγα να σε κοιτάξω γιατί δεν ήθελα να σου πω ψέματα ότι σε βλέπω φιλικά. Ήθελα να είμαι βιβλίο ανοιχτό μέσα στα χέρια σου, να χαζεύω τα μάτια σου όταν διαβάζεις κι εσύ σαν μουσική μέσα στ’ αυτιά μου, να με χαλαρώνεις με τη σειρά σου.
Περίμενα σαν τρελός να σε συναντήσω. Έκανα σαν μικρό παιδί που περιμένει να τελειώσει η βροχή για να βγει έξω να παίξει, οπότε κοιτάει συνεχώς έξω από το παράθυρο με την υπομονή στα μάτια του. Θυμάμαι που μου έλεγες συνέχεια ότι δεν μπορούμε να είμαστε μαζί, γιατί ο ενδεχόμενος χωρισμός μας θα σηματοδοτούσε το τέλος μας. Σεβάστηκα την απόφασή σου, μα ήθελα κάτι διαφορετικό. Μου έδειξες την πόρτα και μου είπες: «Αν θέλεις να φύγεις, δε θα σε εμποδίσω είσαι ελεύθερος. Έτσι κι αλλιώς είμαι μαθημένη στους αποχωρισμούς». Σε κοίταξα και σου απάντησα: «Μη μου ζητάς να μη σε ξαναδώ και να φύγω από τη ζωή σου».
Πώς θα μπορούσα άλλωστε, αφού εσύ ήσουν αυτή που μου ξύπνησες αυτά τα πρωτόγνωρα συναισθήματα, εκείνα που δεν ήξερα καν πως υπήρχαν. Με σένα ένιωσα και γνώρισα το πώς είναι να ερωτεύομαι πραγματικά. Γι’ αυτό λοιπόν, σ’ ευχαριστώ τόσο πολύ για όλο αυτό το υπέροχο ταξίδι. Για κάθε στιγμή που μου προσέφερες και με έφτασε στο σημείο να αντιμετωπίσω τους δικούς μου δράκους, να διαχειριστώ την απόρριψη περνώντας από τις συμπληγάδες των ενδοιασμών μου και των χειρότερών μου φόβων. Σ’ ευχαριστώ που με τη βοήθειά σου άνοιξα το δικό μου κουτί της Πανδώρας κι απέβαλλα τον τρόμο της έκθεσης, τα τραύματα και τον τόσο πόνο. Σ’ ευχαριστώ που έγινα για λίγο ο Απόλλωνάς σου κι εσύ η Δάφνη μου. Κι έτσι, κάπως παράδοξα, με βοήθησες να πλεύσω προς μιαν Ιθάκη.