Γράφει ο Ιωάννης Σαμότ.
Βράδιασε στο νησί και το αεράκι έγινε τόσο δυνατό όσο χρειάζεται ώστε να μη με αφήνει ν’ ανάψω ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι. Στρέφω το βλέμμα μου πάλι μέσα και σε κοιτάζω καθώς ετοιμάζεσαι να βγούμε τη βόλτα μας. Πόσο όμορφη είσαι…
Μπροστά απ’ τον καθρέφτη χτενίζεις τα χρυσά μαλλιά σου, τα πράσινα σου μάτια λάμπουν από χαρά και φέρνουν και στα δικά μου λίγη γαλήνη. Ευτυχισμένος νιώθω αυτή τη στιγμή…
Κοιτάς για τυχόν ατέλειες ξανά και ξανά και μου λες: «Μικρέ μου, λίγο ακόμα υπομονή, σε λιγάκι φεύγουμε», ενώ κάτι ψάχνεις βιαστικά στην τσάντα σου.
Απ’ το χειμώνα είχα βάλει τα χρήματα αυτά στην άκρη για να έρθουμε στο νησί, από τότε το σκεφτόμουν και το περίμενα. Να ξυπνάμε μαζί, να πηγαίνουμε βόλτες στις παραλίες, για φαγητό, για μπίρα, για κοκτέιλ στα καλοκαιρινά μαγαζιά, να ξαπλώνεις αγκαλιά μου στις αμμουδιές ενώ διαβάζω κάποιο ξεχασμένο αστυνομικό του αδερφού μου. Όλα αυτά που πάντα θέλαμε, σωστά;
Ξαφνικά σκοτάδι, κρίμα γαμώτο κι ήταν τόσο αληθινό, τουλάχιστον να κρατούσε λίγο ακόμα. Ανάμεσα στα σκεπάσματα καταφέρνω να πιάσω το κινητό, η ώρα είναι 5 παρά, άντε να κοιμηθώ τώρα πάλι.
Στην Αθήνα βρίσκομαι, τελικά, σ’ ένα διαμέρισμα χωρίς αέρα, χωρίς εσένα. Όνειρο ήτανε, ίσως επειδή είναι το πρώτο καλοκαίρι που θα μείνω εδώ και δε θα πάω στο νησί, ίσως και απ’ την επιθυμία μου για εσένα.
Όπως εκείνο το απόγευμα στο Σύνταγμα που νόμιζα ότι σε είδα να κάθεσαι σ’ ένα παγκάκι, αλλά τελικά ήταν μια άλλη, ή εκείνο το βράδυ στη Μαβίλη, που πέρασα και ξεγελάστηκα πως καθόσουν σ’ ένα τραπεζάκι εκεί με κάποιον άλλον…
Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί η αγάπη –και μόνο εκείνη– δυο ανθρώπων δεν είναι αρκετή ώστε να καταλήξουν να πορεύονται μαζί. Πίστεψέ με, όμως, πιο πολύ απ’ όλα με πληγώνει ότι έγινες κι εσύ μια ιστορία σαν τις άλλες, σύντομη κι αδιάφορη.
Έγινες άλλη μια σελίδα στο βιβλίο της ζωής μου και μάλιστα ρηχή, από αυτές που τις διαβάζεις με το νου σου να ταξιδεύει αλλού, να περάσουν γρήγορα, αφού δεν έχουν καμία εξέλιξη.
Κρίμα, γιατί εγώ δεν ήθελα άλλες ιστορίες, ήθελα το βιβλίο να τελειώνει με εμάς να τα έχουμε, τελικά, καταφέρει. Λυπάμαι που δεν το κατάλαβες, το μόνο που προσπαθούσα πάντα ήταν να μη φτάσει αυτή εδώ η στιγμή…
Εσύ να γίνεσαι ιστορία, που μόλις τελείωσε.