Γράφει ο Γιώργος.
Να ‘μάστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι αγκαλιά σαν να γνωριζόμαστε χρόνια. Σαν να γεννηθήκαμε ο ένας για τον άλλον. Ή μήπως γεννηθήκαμε; Να ‘μάστε για ένα ακόμη βράδυ αγκαλιά με τις καρδιές μας συγχρονισμένες και τις ανάσες μας καυτές στα πρόσωπά μας.
Ένα ακόμη βράδυ που τα μάτια μας λένε περισσότερα και τα φιλιά μας δεν έχουν αρχή και τέλος. Τα χέρια μας μπλεγμένα και τα κορμιά μας ακόμη περισσότερο. Με καρδιά ξεκάθαρη και με μυαλό που ταξιδεύει και εξερευνεί σπιθαμή προς σπιθαμή το κορμί σου. Σε θέλω.
Με το κορμί να καίει, να τρέμει σε κάθε άγγιγμά σου, διψασμένο για ηδονή, αναζητά την απόλαυση, χάδια, φιλιά, αγγίγματα. Και κάπως έτσι έρχεται η κορύφωση, αυτή η μαγική στιγμή, η στιγμή που κι οι δύο βγαίνουμε απ’ τα κορμιά μας, γινόμαστε ένα. Η στιγμή της ολοκλήρωσης. Η στιγμή που οι παλμοί πιάνουν κόκκινο και το μυαλό δεν ελέγχει το κορμί, κορμί που σφαδάζει από καύλα, χείλη που βγάζουν κραυγές και δίνουν τα πιο παθιασμένα φιλιά.
Αυτή η μαγική στιγμή. Σαν τη μαγική στιγμή που μας ένωσε, που φανέρωσε ό,τι πιο τρυφερό κρύβαμε ο ένας για τον άλλον, η στιγμή που νιώσαμε όλα όσα τα μάτια τόσο καιρό προσπαθούσαν να πουν και δε λέγαμε. Εκείνη τη μαγική στιγμή που ένα άγγιγμα στο χέρι έφτασε να μας γεμίσει χιλιάδες συναισθήματα.
Εκείνη τη στιγμή που δίστασα να σε φιλήσω, όχι γιατί φοβήθηκα, αλλά γιατί είδα ξεκάθαρα στα μάτια σου ότι το ‘θελες κι εσύ. Εκείνη η στιγμή, λοιπόν, ήταν κι η τελευταία στιγμή που επικράτησε η λογική, γιατί όλο αυτό ήταν κι είναι παράλογο. Ύστερα ήρθε η αγκαλιά κι όλα είχαν πάρει πλέον το δικό τους δρόμο.
Κι ύστερα έφυγες, μα η σκέψη σου ήταν εδώ, σε αυτό το βράδυ, όπως κι η δική μου τριγυρνούσε για μέρες, μα δεν άργησα να καταλάβω ότι ήμασταν και οι δυο στο ίδιο σημείο. Στην αφετηρία. Η πρώτη επικοινωνία μας αμήχανη, η ενέργεια, όμως, διάχυτη. Δεν άργησε το «μου λείπεις», δε χαθήκαμε στη μετάφραση ούτε πίσω απ’ τις λέξεις. Και το ταξίδι ξεκίνησε κι ας ξέραμε πως δε θα ‘χε επιστροφή, πως ίσως να χανόμασταν, πως θα βρίσκαμε εμπόδια, κάποια ανυπέρβλητα κι άλλα όχι, μα το κάναμε μαζί.
Είχε μαγικές στιγμές, αλλά όχι μόνο. Είχε γέλια, χαρές, αλλά όχι μόνο. Είχε αγάπη, είχε πόνο, φροντίδα, στοργή. Είχε ηδονή. Ναι, τα κάναμε όλα γρήγορα, γρήγορα και πολύ. Ίσως γιατί ξέραμε ότι ήταν μια παρόρμηση, γιατί ξέραμε ότι η κλεψύδρα έχει συγκεκριμένη άμμο κι αυτή η άμμος μας έπνιξε, μας πήρε το οξυγόνο.
Ήταν ένα λάθος, ένα λάθος που θα το ξανάκανα και θα το ξανακάνω, όχι γιατί εσύ με τράβηξες σε αυτό, αλλά γιατί δε φοβήθηκα. Δε φοβήθηκα στιγμή να πω αυτό που σκέφτομαι, να δείξω αυτό που νιώθω, δε φοβήθηκα να είμαι ο εαυτός μου, δε φοβήθηκα να ρίξω τις άμυνές μου, να σου επιτρέψω να πάρεις ό,τι θες.
Δε φοβήθηκα να σου δώσω τον καλύτερό μου εαυτό. Δόθηκα, αλλά δεν παραδόθηκα. Μην το πάρεις προσωπικά, στη μάχη εκείνη χάσαμε, πιαστήκαμε, εσύ αιχμάλωτη κι εγώ φυγάς. Έφυγα όχι γιατί φοβήθηκα, αλλά γιατί δεν ήταν η δική μου μάχη. Φεύγω γιατί δεν αντέχω την ένταση, τους τοξικούς ανθρώπους και την αδικία.
Και θα αδικήσω τον εαυτό μου αν μείνω. Αν μείνω πίσω, αν επαναλάβω τα ίδια λάθη. Μπορεί να ‘μαι σκληρός με τους ανθρώπους, πρώτα είμαι πιο σκληρός με τον εαυτό μου. Φεύγω. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να παραδοθεί. Φεύγω, το κάνω για το καλό μου.
Φεύγω για να πάρω αυτό που πραγματικά θέλω από σένα και που εσύ μπορείς να μου δώσεις. Δεν υπάρχει μόνο άσπρο ή μαύρο, υπάρχει και το γκρι. Θέλω να καθορίζω εγώ τις σχέσεις μου με τους ανθρώπους, είναι κρίμα άλλωστε να πάει χαμένη τόση χημεία, τόση φαντασία.
Για το τέλος θα δανειστώ τους στίχους ενός αγαπημένου κομματιού των Depeche Mode, “No hidden catch. No strings attached. Just free love”.
Ραντεβού, λοιπόν, εκεί που έχουμε κοινά ενδιαφέροντα, που μιλάμε την ίδια γλώσσα, που έχουμε χημεία και τον ίδιο στόχο, εκεί που δεν υπάρχει χώρος για τρίτους, ραντεβού, λοιπόν, στο πεδίο μάχης…