Γράφει η Χαρά.
Γράφω και σβήνω εδώ και δύο μέρες. Λες και στέρεψα από συναισθήματα, λες και δεν έχω κάτι άλλο να εκφράσω. Προσπαθώ να θυμηθώ εκείνες τις πρώτες μας μέρες, να τις αναβιώσω στο πετσί μου μπας και βρω τίποτα να γράψω. Ναι, εκείνες τις μέρες που περπατούσαμε στο δρόμο και σου κράταγα το χέρι και με τα δύο μου χέρια. Που εξαφανιστήκαμε από όλους κι όλα για κανένα τρίμηνο. Που δεν κοιμόμασταν για να έχουμε περισσότερο χρόνο μαζί, λέει.
Κι όσο ρουφάω τον ντεκαφεϊνέ και βλέπω άδεια την οθόνη, γυρίζω δίπλα μου και να γιατί δε συγκεντρώνομαι. Πάλι άφησες τη χαρτούρα σου απλωμένη στο τραπέζι κι ας ξέρεις πόσο πολύ μου τη σπάει η ακαταστασία. Σηκώνομαι και πάω στον καναπέ μπας και βρω λίγη έμπνευση να γράψω.
Πάντως όχι πως τώρα γράφω, αλλά αν ήσουνα εδώ σίγουρα θα αράζαμε αγκαλιά στον καναπέ για ταινία και ποπ κορν και σιγά μην έγραφα. Και θα αποκοιμόμουν φυσικά στα πέντε λεπτά, θα με έβριζες δύο φορές και μετά θα συνέχιζες την ταινία. Θα ξυπνούσα πέντε λεπτά πριν το τέλος, θα ήθελα αναλυτική περίληψή της, θα με έβριζες άλλη μία, αλλά θα μου την έλεγες και θα με έπαιρνες για ύπνο σαν μικρό παιδάκι.
Ασ’ τον και τον καναπέ, όλο εσένα σκέφτομαι και όχι ακριβώς αυτά που θα ‘θελα να γράψω. Θα πάω να καθίσω στο υπνοδωμάτιο, ούτως ή άλλως εκεί μου έρχεται πάντοτε η έμπνευση. Αν ερχόσουν τώρα θα μου ‘ριχνες τα λερωμένα σου μπλουζάκια στα μούτρα, θα σε έβριζα και θα τα ‘ριχνα πίσω και θα συνεχίζαμε για δέκα φορές. Στην δέκατη θα έφευγες και θα άρχιζα να γράφω και θα ερχόσουν ξανά να κάνεις το ίδιο για να με αιφνιδιάσεις.
Θα έπεφτες με δύναμη πάνω μου σαν παιδάκι που δεν ελέχγει το βάρος του και θα πιάναμε τις κουβέντες για ό,τι άσχετο φανταστείς. Θα ξεκινούσα εγώ να σου λέω ιστορίες από όταν ήμουν μικρή και κάπου θα βαριόσουν και θα μου γύριζες πλάτη και θα έκανα τάχα μου πως θύμωσα για να με αφήσεις να σου πω άλλη μία.
Καμία ελπίδα, πάλι δε γράφω άρθρο σήμερα. Κι έχει και μια ωραία λιακάδα έξω. Αν ερχόσουν θα με έπαιρνες απ’τον δρόμο να μου πεις να τα παρατήσουμε όλα και να βρούμε για ποτό. Θα άλλαζες γνώμη τρεις φορές και στο τέλος θα πηγαίναμε, γιατί έτσι. Θα περπατούσαμε στην πόλη χέρι-χέρι και θα αλλάζαμε δύο μπαράκια.
Στο δρόμο για την επιστροφή θα παίρναμε βρόμικο και θα παραπονιόμουν ότι ποτέ δε μ’ αγκαλιάζεις όταν περπατάμε. Θα έλεγα τέσσερις φορές πόσο υπέροχος είναι ο ουρανός όταν κατεβαίνει ο ήλιος και θα μου ‘λεγες πως τον βλέπεις πάντα ίδιο. Στο τέλος θα σε έπειθα πως κάθε ηλιοβασίλεμα είναι αλλιώτικο και θα μου έδινες μια σφικτή αγκαλιά.
Την επόμενη μέρα θα πηγαίναμε δουλειά και θα με έβρισκα όπως ακριβώς με βρίσκω τώρα: να σε σκέφτομαι συνεχώς, χωρίς να ξέρω τι να σου πρωτοπώ. Τελικά, ίσως όλα όσα σκέφτομαι τώρα να είναι όλα όσα θα έπρεπε να σου ‘γραφα σε αυτό το κείμενο, κι ακόμη κάτι: είσαι όλα όσα θέλω μαζί, όλα όσα μου δίνεις χωρίς να περιμένω. Σ’ αγαπώ.