Γράφει η Ελπίδα.
Το είχες δηλώσει από την αρχή πως δε θα έμενες ποτέ για πολύ σ’ ένα μέρος. Ήθελες να γυρίσεις όλον τον κόσμο, ήθελες να είσαι ελεύθερο πουλί, να μη σε κρατάει τίποτα πίσω. Κι εγώ το θαύμασα αυτό. Το ερωτεύτηκα και το έβαλα ψηλά για να το βλέπω και να το χαίρομαι λες κι ήταν δικό μου. Μιλούσα γι’ αυτό και το ένιωθα πραγματικά δικό μου.
Άκουγα με προσοχή όλα όσα ήθελες να κάνεις, όλα τα όνειρα που δεν είχαν ποτέ συγκεκριμένη τοποθεσία και περίμενα πάντα να με προσκαλέσεις κι εμένα. Δε σε χωρούσε ποτέ ο κόσμος μου. Τα φτερά σου ήταν πολύ μεγάλα κι εγώ προσπαθούσα διαρκώς να σε φέρω σε μέτρα που δε σου ταίριαζαν. Το καταλαβαίνω τώρα αυτό.
Ήθελα να βλέπω το πρόσωπό σου να φωτίζεται ακόμα κι όταν ένιωθα πως είναι αδύνατο να σε ακολουθήσω. Μερικές φορές έτρεχες και με τραβούσες και ‘μένα απ’ το χέρι. Έβαζα όλη μου τη δύναμη για να σε προλάβω. Τα χέρια μου πόνεσαν όμως και τελικά με κούρασε το τρέξιμο κι ήθελα να πάψω πλέον να μένω γαντζωμένη πάνω σου και να πάρω επιτέλους μια ανάσα.
Ήσουν πάντα μπροστά κι εγώ πίσω. Σε κυνηγούσα μα δε σε έφτανα ποτέ. Αυτό φυσικά μου άρεσε γιατί είχα διαρκώς ένα στόχο που με έκανε καλύτερη. Κι ήταν ο ίδιος στόχος που με έκανε να φοβάμαι συνέχεια πως αν σταματήσω κάποια στιγμή να τρέχω θα φύγεις χιλιόμετρα μακριά και δε θα μπορέσω ποτέ ξανά να σε βρω.
Πίστευα βέβαια πως αν άφηνα το χέρι σου θα γυρνούσες πίσω να με ψάξεις αλλά ταυτόχρονα έτρεμα πως ίσως και να μην το έκανες. Μπορεί να σε θάμπωνε το φως του ονείρου που ήταν τόσο κοντά πια, μπορεί να σε έπιανε εκεί κάποιο άλλο χέρι πιο δυνατό από το δικό μου, μπορεί να ήμουν κι ένα βάρος που αν έφευγε από πάνω σου θα μπορούσες να τρέξεις ακόμα πιο γρήγορα.
Έφτασα στο σημείο όπου δεν έχω άλλες αντοχές να τρέχω από πίσω σου. Οι ρυθμοί μας δεν ταιριάζουν. Μπορεί και να μην ταίριαζαν ποτέ. Εγώ ανέβασα τους δικούς μου για ‘σένα στο κόκκινο κι ίσως και λίγο παραπάνω. Λαχάνιασα όμως και τώρα δεν μπορώ να ακούσω πια τίποτα πέρα από τον αέρα που χτυπάει στ’ αυτιά μου. Δεν ευχαριστιέμαι ούτε τη διαδρομή ούτε την αίσθηση του χεριού μου μέσα στο δικό σου. Δεν μπορώ να καταλάβω αν τρέχεις μαζί μου ή αν τρέχουμε μαζί. Καταλαβαίνεις τη διαφορά; Με σέρνεις πίσω σου ή όντως με θέλεις δίπλα σου; Βλέπεις ότι δεν είμαι ποτέ δίπλα σου τελικά αλλά είμαι συνέχεια πίσω σου; Έχεις σκεφτεί ποτέ να σταματήσεις για λίγο μέχρι να μπουν οι ανάσες μας στον ίδιο ρυθμό; Να γυρίσεις ποτέ να με κοιτάξεις και να σταματήσεις να κοιτάς συνέχεια μπροστά;
Μη φύγεις μπροστά κι υπόσχομαι πως θα γίνω καλύτερη. Μη φύγεις γιατί μισώ τα ηλιοβασιλέματα όταν είσαι μακριά. Μόνο μη φύγεις τώρα που σε συνήθισα. Μείνε και θα δεις. Θα σε οδηγήσω εγώ σε νέα μέρη, θα πιάσω εγώ το δικό σου χέρι, θα φτιάξω έναν κόσμο μεγαλύτερο κι ένα όνειρο ομορφότερο. Μόνο μη φύγεις τώρα που λαχάνιασα και δεν μπορώ να πω ούτε αντίο.
Επιμέλεια Κειμένου Ελπίδας: Ελίνα Ανδρεάδου