Γράφει ο Γ.

 

Βλέπω την κάπνα ανάμεσα σε μένα και στην οθόνη, αυτή την κάπνα που έχω αγαπήσει τόσο  πολύ τα τελευταία χρόνια, που αν δεν υπήρχε δε θα έμπαινα καν στον κόπο να γράψω απόψε.

Δίπλα μου εσύ, σε πίνω γουλιά-γουλιά, μέσα σε αυτό το ποτήρι που ήταν δώρο με το ουίσκι. Όχι. Ουίσκι δεν υπάρχει πια. Τελείωσε την  ίδια μέρα που το πήρα. Το μόνο που έχει απομείνει είναι λίγο κρασί. Ναι, απ’ αυτό που πίναμε και μεθούσαμε όταν ήμασταν οι δύο μας. Λες και δεν υπήρχε αύριο. Λες και δε μας ένοιαζε η επόμενη μέρα. Λες και δεν υπήρχε άλλη μέρα. Το ζούσαμε.  Εμείς και το κρασί συντροφιά. Πάντα λευκό! Κι ας έπαιζε το playlist Red Wine.

Σε κοιτάζω από απόσταση. Την ίδια απόσταση που έχω με το κρασί. Αν θέλω θα πιω και θα μου αρέσει όλο και πιο πολύ. Θα εθιστώ! Πίνω άλλη μία γουλιά γιατί θυμήθηκα τις τρέλες μας, τις στιγμές μας, το χαμόγελό σου. Εσένα, που κάθε φορά που χαμογελούσες σε ερωτευόμουν. Έφταιγε το κρασί πάντα, έλεγα την επόμενη ημέρα. Από απόσταση, για να μην τολμήσω να σ’ αγγίξω. Γιατί είχα ορκιστεί στον εαυτό μου. Έφυγες, κουράστηκες να περιμένεις να ρίξω τις άμυνές μου. Αυτά τα τείχη σαν θεριά! Στη θέση σου, θα ‘χα φύγει νωρίτερα. Προτού νιώσω.

Λευκό είπαμε, σερβίρομαι μόνος μου. Γελάω γιατί το άτιμο θέλει να με μεθύσει απόψε. Δε λέει να τελειώσει να πάω για ύπνο. Την ξέρεις την ιστορία. Εμείς τη φτιάξαμε. Εμείς την τελειώσαμε. Δώσαμε πολλά και λιγοστέψανε. Λευκό, γιατί ό,τι έδωσα το έδωσα χωρίς να περιμένω τίποτα. Λευκό, σαν την κατάθεση ψυχής που μου ‘χες κάνει. Λευκό, γιατί η ειλικρίνεια μας κυρίευε. Λευκό, γιατί κανείς δεν είχε τολμήσει να νοιαστεί για κάποιον άλλον όσο πίναμε μαζί. Σε άφησα. Έφυγες. Γελάω. Τα ήθελα. Πάρε να ‘χεις τώρα.

Λευκό, γιατί αποκοιμιόσουν στα πόδια μου. Τις λάτρευα τις στιγμές μας. Κι ας τραβιόμουν δήθεν για να φέρω κρασί απ’ το ψυγείο. Με ήξερες. Δεν ήθελα να ξαναπληγωθώ. Τη φοβάμαι μέχρι και τώρα τη σχέση -όσο και να την έχω ανάγκη. Φοβάμαι να δοθώ ολοκληρωτικά. Φοβάμαι ότι άπαξ και συμβεί δεύτερη φορά, τρίτη προσπάθεια δε θα υπάρξει ποτέ. Μετά την ερωτική εξομολόγηση που μου έκανες, σταμάτησα να σ’ αγγίζω. Σου έκανε κακό. Με έκανες να νιώθω.

Ίσως δε χρειαζόταν να σ’ αγγίξω. Τα έβλεπες όλα στα μάτια μου. Τα άτιμα, είναι τα μόνα που δεν μπορώ να κρύψω. Περίεργοι που ‘ναι οι άνθρωποι. Τους δίνουν τα πάντα και δεν τα θέλουν. Μάλλον είναι στη φύση μας να πληγώνουμε ανθρώπους που μας αγαπάνε. Μάλλον είναι στη φύση μας να σηκώνουμε τείχη όταν έχουμε νιώσει τόσα. Ίσως ένιωσες πιο πολλά. Ίσως να μην τα άντεχα. Τόσες ήταν οι δυνάμεις μου. Αυτές είχα. Τις έδωσα απλόχερα, τις αχρηστέψανε -κι εμένα μαζί .

Σκληρός πια. Άκαρδος. Αυτό είμαι. Λευκό.  Που στο τέλος γελάσαμε. Ξέραμε. Άλλη μια γουλιά μπας και τελειώσει. Στρίβω και άλλο τσιγάρο.  Η οθόνη θαμπή.

Η κάπνα θα φταίει, είμαι σίγουρος.

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη