Γράφει ο Χρήστος Λ.

 

Θυμάμαι ακόμα εκείνο το απόγευμα. Κι εσύ το θυμάσαι είμαι σίγουρος. Πού να το ήξερα όμως ότι εκείνο το απόγευμα θα άλλαζε τη ζωή μου;

Δεν ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά, που λένε. Πώς θα μπορούσε άλλωστε μεταξύ μας; Άλλη μια συνηθισμένη γνωριμία έμοιαζε. Ξέρεις και κάτι; Δε μου άρεσες στην αρχή. Κι ας μην στο είπα ποτέ αυτό. Αλλά ας όψεται αυτή η χημεία μας ρε γαμώτο! Αρχίσαμε να μιλάμε και με ένα μαγικό τρόπο ήταν σαν να σε ήξερα χρόνια. Θα κάναμε καλή παρέα εμείς οι δύο σου είπα και συμφώνησες αμέσως. Σε είχα ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή, απλά δεν το ήξερα ακόμα.

Δεν ήσουν ο πιο εύκολος άνθρωπος του κόσμου, ούτε εγώ. Δύο ισχυροί χαρακτήρες εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους, που δεν κάνουν πίσω αν δεν περάσει το δικό τους. Δε με ένοιαζε καθόλου όμως.  Δεν έμοιαζες με καμιά άλλη που είχα γνωρίσει μέχρι τότε. Δε σε σταματούσε τίποτα αν ήθελες κάτι.

Από τη μια αυτό εκνεύριζε μέχρι και τους κολλητούς σου. Από την άλλη όμως σε λάτρευαν όλοι. Το έβλεπε ο οποιοσδήποτε αυτό. Διαρκώς δίπλα σε όλους όταν σε χρειαστούν, αλλά μην τυχόν και σε απογοητεύσει κάποιος, καλύτερα να βρει μέρος να κρυφτεί. Ο αυθορμητισμός σου με παρέσυρε. Το μυαλό σου με μάγευε. Κι αυτό το χαμόγελό σου να σε κάνει ακόμα πιο ερωτεύσιμη.

Τα γνωστά παιχνίδια μυαλού είχαν αρχίσει μέχρι ο πιο αδύναμος να παραδοθεί. Συζητήσεις επί ώρες ολόκληρες, ακόμα και μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.  Γέλια, πλάκες, καταθέσεις ψυχής, αλλά η κόντρα κόντρα για να μην ξεχνιόμαστε. Μου είχες πει να μην αλλάξω για κανέναν και συμφώνησα. Πόσο αφελής! Πού να ήξερα ότι σίγα σίγα θα άλλαζα όλη μου την κοσμοθεωρία για σένα. Βλέπεις δεν ήθελα δεσμεύσεις. Δεν άντεχα την καταπίεση. Βαριόμουν να μιλάω με τις ώρες στα τηλεφωνά ή να περνάω την μέρα με ένα κινητό στο χέρι. Δεν παρέμενα ποτέ σε κάτι που τέλειωνε. Πήγαινα από την μια σχέση στην άλλη. Δεν άφηνα τον εαυτό μου να ερωτευτεί αληθινά.

Μαζί σου όλα ήταν αλλιώς. Δεν άντεχα λεπτό μακριά σου. Αν άκουγα κάποιον να το λέει αυτό πριν ένα χρόνο θα γελούσα μαζί του. Ήσουν αυτή που ήθελα στη ζωή μου. Ό,τι έψαχνα το είχα βρει. Αυτό ήταν! Κέρδισες. Ξέκοψα από οποιαδήποτε άλλη γιατί δεν μπορούσα να σε βγάλω από το μυαλό μου ούτε στιγμή. Όταν σιγουρεύτηκες ήσουν έτοιμη να αφεθείς κι εσύ.

Δειλά δειλά άρχισα να κάνω σχεδία για εμάς κι έτρεμα μη σε χάσω. Και όσο φοβόμουν μη σε χάσω, έχανα τον εαυτό μου και φερόμουν παράλογα. Ο ένας καβγάς πίσω από τον άλλο και οι εγωισμοί μας στο ταβάνι. Εσύ να κλείνεσαι στον εαυτό σου περισσότερο και εγώ να λέω πράγματα που μετάνιωνα την επόμενη στιγμή. Δεν εκτιμάς τίποτα, σε θυμάμαι να μου λες συνέχεια, αλλά κάθε φορά να με συγχωρείς. Τίποτα όμως να μην είναι όπως πριν. Ίσως κάποια άτομα όσο και να το θέλουν απλά δεν μπορούν να είναι μαζί. Έτσι πίστεψα και έφυγα, όχι γιατί έπαψα να σ’ αγαπάω, αλλά γιατί νόμιζα ότι δε βγαίνει πουθενά. Ήξερα ότι θα είναι δύσκολο στην αρχή, όπως τόσες και τόσες φόρες πήγα παρακάτω, έτσι και τώρα θα τα κατάφερνα. Ξανά αφελής.

Μακάρι να ήξερες πόσο σε θέλω πάλι στη ζωή μου. Ξέρω όμως ότι είναι αργά πλέον. Δεν είσαι άνθρωπος που δίνει δεύτερες ευκαιρίες  και μαζί μου έχασες το μέτρημα, σωστά;

Τώρα είμαι εδώ και σε σκέφτομαι ακόμα ένα βράδυ. Φέρνω στο μυαλό μου τις ατέλειωτες συζητήσεις μας. Τα γέλια μας. Τα σχεδία που κάναμε. Τις αγκαλιές. Τα φιλιά. Τα βράδια που περάσαμε μαζί, αλλά και εκείνα που ήσουν μακριά και με ξυπνούσες με ένα μήνυμά σου και νευρίαζα που έχασα τον ύπνο μου. Κι όμως ήταν το καλύτερο μου να με ξυπνάς εσύ και ας μη στο είπα ούτε καν αυτό το μικρό, ο βλάκας!

Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά