Γράφει ο Άρης.
Δε χρειάζονται συστάσεις. Από την πρώτη μέρα που σε γνώρισα τα μάτια μας συνδέθηκαν με μια αόρατη χορδή που δεν τα άφηνε να κοιτάξουν αλλού. Όλοι κατάλαβαν πως μεταξύ μας η χειραψία ήταν μουγκή. Τα χέρια μας κουνιούνται και το χαμόγελο έχει πάρει τον έλεγχο του προσώπου μου. Σε κοιτάζω αλλά δεν ακούω τίποτα. Σαν ένα όνειρο στο οποίο απλά παρατηρώ και δεν έχω επιλογές. Αυτό που μου συμβαίνει είναι τρομακτικό, αλλά το βλέπω στην ανησυχία που κρύβεται στα βλέφαρά σου. Δεν είμαι μόνος.
Το όνομά σου πέντε γράμματα διάσπαρτα στο πάτωμα, αλλά δεν μπορώ να κοιτάξω κάτω. Ξέρω ότι δε θα έπρεπε να σε προκαλώ με τέτοιο τρόπο, μπροστά στους πάντες, αλλά δεν μπορώ να στρέψω το βλέμμα μου και είναι ήδη αργά. Είμαι αιχμάλωτός σου και δεν υπάρχει τίποτα που μπορώ να κάνω.
Η παρέα είναι πλέον αόρατη για εμένα, νιώθω την παρουσία τους γύρω μας να εξαφανίζεται. Ένα βήμα προς την κατεύθυνσή σου και αισθάνομαι το έδαφος να σείεται, όμως δε χάνω την ισορροπία μου. Με μία ματιά έχεις ήδη καταλάβει τι συμβαίνει και το χαμόγελό σου χύνεται απ’ το πρόσωπό σου καθώς σε καταλαμβάνει ο πανικός. Είσαι γενναία όμως. Πρέπει να πήρες τη βαθύτερη ανάσα της ζωής σου εκείνη τη μέρα. Ανέπνευσες και για τους δυο μας, το ξέρω, γιατί η δύναμη που πήρα μόλις το είδα δεν περιγράφεται με λέξεις. Ξέρω πως τα βλέμματα πέφτουν πάνω μας και μας βαραίνουν. Δε με ένοιαζε όμως, ήθελα να σηκώσω το βάρος και για τους δυο μας. Με κάθε βήμα η καρδιά μου επιταχύνει, αλλά από σήμερα νιώθω εθισμένος στην αδρεναλίνη. Θέλω να πνιγώ στην αγκαλιά σου απόψε.
«Έχεις το πιο γλυκό χαμόγελο που έχω δει»
Με μία μου πρόταση όλα ζωντανεύουν. Η μουσική ακούγεται δυνατά μέσα στα αυτιά μου και πλέον όλη η παρέα με κατασκοπεύει με την άκρη του ματιού. Νιώθω τα βλέμματά τους να μου τρυπάνε τα πνευμόνια και δεν μπορώ να μιλήσω πια. Μίλα! Κάθομαι γυμνός μπροστά σε όλους όσους θεωρώ σημαντικούς, κρεμάμενος από τα χείλη σου. Μη με βασανίζεις, μίλα! Δεν έχω νιώσει πιο εκτεθειμένος στη ζωή μου, σώσε με! Και τότε χαμογέλασες. Δεν έχω ακούσει την φωνή σου να απευθύνεται σε εμένα ακόμα, και όμως νιώθω τη σπονδυλική μου στήλη να προσπαθεί να βγει απ΄το σώμα μου. Δεν ξέρω αν όταν έπιασα το χέρι σου, αισθάνθηκα παραπάνω ανακούφιση ή ευτυχία.
Το σώμα σου μου ανοίγει πληγές με κάθε σου κίνηση, αλλά δεν μπορώ να θεραπεύσω τον τρόπο που με επηρεάζεις. Το στόμα σου, σαν μια ακτίνα του ήλιου, λαμπυρίζει μες στα μάτια μου και μου αποσπά την προσοχή. Δεν ξέρω τι ξυπνάει ο χορός σου μέσα μου, αλλά με κάνει να σε κρατάω πιο δυνατά.
Πρωτόγονα ένστικτα με κυριεύουν και είμαι ήδη κτητικός μαζί σου. Δε ξέρω τι έκανες χθες αλλά από σήμερα είσαι δική μου. Το φιλί που μου χάρισες εκείνη τη μέρα έκλεψε ένα κομμάτι της ψυχής μου. Και όταν το στήθος σου ακούμπησε το σώμα μου για πρώτη φορά, το άκουσα να καίγεται αργά. Ο καπνός μπαίνει ανάμεσά μας, αλλά με μεθάει η μυρωδιά του. Σαν δόλωμα με παρασύρει στη φωλιά σου και δε θα ήθελα να βρίσκομαι πουθενά αλλού. Πήγαινέ με εκεί που κανείς δε θα μπει ανάμεσά μας.
Όταν κλείδωσες την πόρτα, τα μάτια μου σε φωτογράφισαν για πάντα στο μυαλό μου. Το κοκαλάκι σου πέφτει στο πάτωμα σε slow motion και εγώ μεταμορφώνομαι. Δεν έχω νιώσει πιο άγριος στη ζωή μου. Σε καταβροχθίζω και δε θυμάμαι καν πότε σου έβγαλα τα ρούχα. Η γλώσσα σου, ξυράφι στο λαιμό μου, αφήνεις κραγιόν παντού στο διάβα σου, και τα μαλλιά σου σαν κουρτίνα κρέμονται πάνω στο πρόσωπό μου. Όταν σε τράβηξα κοντά μου με δύναμη το είδα στα μάτια σου, αυτό περίμενες όλη τη βραδιά. Το στήθος σου χαϊδεύει το δικό μου και η μέση σου σαν γέφυρα έχει λυγίσει, κλέβοντάς μου το μυαλό. Το στόμα σου ανοιχτό, όπως μπαίνω μέσα σου και όμως τα μάτια σου αρνούνται να ανοίξουν. Τρία δευτερόλεπτα ηρεμίας, και μετά το χάος. Τα δόντια σου κλειδώνουν στο λαιμό μου αλλά δεν πονάω, το σώμα σου σαν κάρβουνο πάνω στο δικό μου αλλά δε σταματάω, η φωνή σου ξεψυχάει στο αυτί μου, αλλά ακούω ό,τι θέλω να ακούσω. Σε πίεσα κοντά μου, και τότε το ένιωσα. Ήταν όμως πάρα πολύ αργά.
Ένα δάκρυ χτύπησε στο μπράτσο μου. Δεν έχω νιώσει πιο βίαιο χτύπημα στη ζωή μου. Θα ορκιζόμουν ότι έπεσε με τεράστια ταχύτητα και ήταν χίλιους βαθμούς Κελσίου. «Έχω αγόρι».
Θέλω να σε σηκώσω από πάνω μου, αλλά τα χέρια μου με έχουν εγκαταλείψει, και τα πόδια μου δεν έχουν άλλη δύναμη. Νωρίς το θυμήθηκες! Και αν πνιγόσουν στα δάκρυά σου δε θα μου καιγόταν καρφί. Δεν ξέρω αν θα σε ξαναδώ αλλά ελπίζω να θυμάσαι το πρόσωπό μου, γιατί το όνομά μου δε θέλω να το ξανακούσω από τα χείλη σου.
Δε χρειάζονται συστάσεις. Έχω διαβάσει για κοπέλες σαν και εσένα. Με ανεξίτηλο μελάνι στο πίσω μέρος της πόρτας κάθε μπάνιου καφετέριας. Με ανεξίτηλο μελάνι καταστρέφεις κάθε καθαρογραμμένο τετράδιο μπροστά σου. Και κάθε γλυκιά στιγμή που πέρασες, με κάθε άνθρωπο που ίσως αγάπησες έστω και για ένα λεπτό, έχει πλέον λεηλατηθεί.
Επιμέλεια Κειμένου Άρη: Σοφία Καλπαζίδου.